|
| 2ο κεφαλαιο | |
| | Συγγραφέας | Μήνυμα |
---|
Leia the werewolf twilight 4 ever
Αριθμός μηνυμάτων : 172 Reputation : 0 Ημερομηνία εγγραφής : 14/08/2009 Ηλικία : 28 Τόπος : La-Pous
| Θέμα: 2ο κεφαλαιο Παρ 14 Αυγ 2009 - 19:51 | |
| 2. Ανοιχτό Βιβλίο
2. Ανοιχτό Βιβλίο Έγειρα πίσω ακουμπώντας το χιόνι, αφήνοντας την στεγνή σκόνη να διαμορφωθεί από το βάρος μου. Το δέρμα μου είχε παγώσει για να ταιριάζει τον αέρα γύρω μου, και τα μικροσκοπικά κομμάτια πάγου τα ένιωθα σαν βελούδο. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος, καταπληκτικός με τα αστέρια, λαμπύριζαν μπλε κάπου και κίτρινα αλλού. Σχημάτιζαν υπέροχα σχέδια έναντι στο μαύρο σύμπαν-απιθανο θέαμα. Ιδιαίτερα όμορφο. Ή μάλλον θα ήταν αν μπορούσα πραγματικά να το δω. Δεν καλυτέρευε η κατάσταση. Είχαν περάσει έξι μέρες, έξι μέρες κρυβόμουν εδώ στην ηρεμία των Ντενάλι, αλλά δεν ήμουν πιο κοντά στην ελευθερία απʼότι ήμουν την στιγμή που μύρισα την οσμή της κοπέλας.
Όταν κοίταξα πάνω στον στολισμένο ουρανό, ήταν σαν να υπήρχε κάποια παρεμπόδιση ανάμεσα στα μάτια μου και την ομορφιά του. Η παρεμπόδιση ήταν ένα πρόσωπο, απλώς ένα ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά δεν μπορούσα να το διώξω από το μυαλό μου. Άκουσα τις σκέψεις που πλησίαζαν πριν καν ακούσω τα βήματα που τις συνόδευαν. Ο ήχος της κίνησης ήταν μόνο ένας αχνός ψίθυρος πάνω το χιόνι. Δεν παραξενεύτηκα που η Τάνια με ακολούθησε εδώ. Ήξερα ότι σκεφτόταν αυτήν τη συζήτηση που θα ακολουθούσε, τις τελευταίες μέρες, αναβάλλοντας την μέχρι να ήταν σίγουρη για το τι ακριβώς ήθελε να πει. Την είδα περίπου σε απόσταση εξήντα γιάρδες μακριά, να καταλήγει σε μια κορυφή ενός μαύρου βράχου ισορροπώντας στα γυμνά της πόδια.
Το δέρμα της Τάνυα ήταν ασημένιο με το φώς των αστεριών, και τα μαλλιά της έλαμπαν χλωμά, σχεδόν ροζ με την απόχρωση που είχαν. Τα χρυσά της μάτια γυάλισαν καθώς με είδε, μισοχωμένο στο χιόνι, και τα γεμάτα της χείλη σχημάτισαν αργά ένα χαμόγελο. Υπέροχη. Αν μπορούσα πραγματικά να την δω. Αναστέναξα. Έσκυψε , τα δάχτυλα της ακουμπούσαν στον βράχο, το σώμα της συσπειρώθηκε. Κανόνι, σκέφτηκε.
Εκτοξεύτηκε προς τα πάνω. Η μορφή της σκοτείνιασε, δημιουργώντας σκιές καθώς στριφογύριζε με χάρη ανάμεσα στα αστέρια και εμένα. Διπλώθηκε σε μπάλα καθώς προσγειώθηκε πάνω στην στοίβα χιονιού που βρισκόταν δίπλα μου. Μια θύελλα χιονιού δημιουργήθηκε γύρω μου. Τα αστέρια εξαφανίστηκαν και εγώ ήμουν χωμένος βαθιά μέσα στους μεταξωτούς κρυστάλλινους πάγους. Αναστέναξα και πάλι, αλλά δεν κινήθηκα για να βγάλω τον εαυτό μου από εκεί. Η μαυρίλα κάτω από το χιόνι ούτε χαλούσε, ούτε βελτίωνε την θέα μου. Πάλι έβλεπα το ίδιο πρόσωπο. «Έντουαρντ;»
Τότε χιόνι πετούσε και πάλι καθώς η Τάνυα το τίναζε από πάνω μου. Έδιωξε απαλά το χιόνι από το ακίνητό μου πρόσωπο, χωρίς να συναντήσει το βλέμμα μου. «Συγνώμη», μουρμούρισε. «Ήταν μια πλάκα» «Το ξέρω. Ήταν αστείο.» Μόρφασε. «Η Ιρίνα και η Κέιτ μου λένε να σε αφήσω μόνο σου. Πιστεύουν πως σε ενοχλώ.» «Καθόλου» την βεβαίωσα. «Αντιθέτως, εγώ είμαι αγενής -απεχθώς αγενής. Λυπάμαι πολύ.» ...Φεύγεις, ε;, σκέφτηκε. «Δεν είμαι …απόλυτα… σίγουρος ακόμα.» ...Αλλά δεν θα μείνεις εδώ. Η σκέψη της ήταν μελαγχολική, λυπημένη. «Όχι. Δεν φαίνεται να βοηθάει...» Μόρφασε πάλι. «Εγώ φταίω γιʼαυτό, έτσι;» «Φυσικά και όχι», είπα ψέματα ευγενικά. Της χαμογέλασα. ...Σε κάνω να νιώθεις άβολα, κατηγόρησε. «Όχι.» Ανασήκωσε το ένα της φρύδι, η έκφρασή της ήταν τόσο δύσπιστη που έπρεπε να γελάσω. Ένα σύντομο γέλιο, που το ακολούθησε ένας αναστεναγμός. «Εντάξει», παραδέχτηκα. «Πολύ λίγο.» Αναστέναξε και αυτή και έβαλε το πιγούνι της στα χέρια της. Οι σκέψεις της ήταν ντροπιασμένες, απογοητευμένες. «Είσαι χίλιες φορές πιο υπέροχη από τα αστέρια, Τάνυα. Φυσικά το ξέρεις ήδη αυτό. Μην αφήσεις τον δικό μου εγωισμό να μειώσει την αυτοπεποίθηση σου.» χασκογέλασα στο πόσο απίθανο ήταν αυτό. «Δεν είμαι συνηθισμένη στην απόρριψη.» μουρμούρισε, το κάτω της χείλος σχημάτισε ένα πολύ γοητευτικό μούτρωμα. «Φυσικά και όχι,» συμφώνησα και, ανεπιτυχώς, προσπάθησα να μπλοκάρω τις σκέψεις της καθώς θυμόταν τις χιλιάδες της κατακτήσεις. Η Τάνυα συνήθως προτιμούσε ανθρώπινους άντρες-ήταν περισσότεροι, πρώτον, και ένα επιπλέον πλεονέκτημα ότι ήταν μαλακοί και ζεστοί. Και πάντα πρόθυμοι, οπωσδήποτε.
«Αποπλανήτρια» την πείραξα, προσπαθώντας να διακόψω τις εικόνες στο μυαλό της. Χαμογέλασε, δείχνοντας τα δόντια της. «Η αυθεντική». Αντίθετα με τον Καρλάιλ, η Τάνυα και οι αδερφές της βρήκαν την συνείδησή τους αργά. Στο τέλος ήταν η συμπάθειά τους για τους ανθρώπινους άντρες που τις έστρεψε εναντίον στο να πίνουν ανθρώπινο αίμα. Τώρα αγαπούσαν…ζούσαν. «Όταν ήρθες εδώ,» είπε αργά η Τάνυα. «Νόμιζα πως…» Ήξερα τι νόμιζε. Και θα έπρεπε να το περιμένω. Αλλά δεν ήμουν και στα καλυτέρα μου για να αναλύσω τις σκέψεις της εκείνη τη στιγμή. «Νόμιζες πως άλλαξα γνώμη.» «Ναι.»Κατσούφιασε. «Νιώθω απαίσια που παίζω με τις προσδοκίες σου, Τάνυα. Δεν ήθελα να-Δεν σκεφτόμουν. Απλά έφυγα…βιαστηκά.» «Δεν θα μου πεις τον λογο…ε;» Έκατσα τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από τα πόδια μου, κουλουριάζοντας αμυντικά. «Δεν θέλω να το συζητήσω.» Η Τάνυα, η Ιρίνα και η Κέιτ ήταν πολύ καλές σε αυτόν τον τρόπο ζωής. Κάποιες φορές καλύτερες και από τον Καρλάιλ. Παρά την σχετική εγγύτητα που είχαν με αυτούς που θα έπρεπε να είναι-και κάποτε ήταν-τα θηράματά τους, δεν έκαναν λάθη. Ντρεπόμουν πολύ να παραδεχτώ την αδυναμία μου στην Τάνυα.
«Πρόβλημα με γυναίκες;», ρώτησε, αγνοώντας την απροθυμία μου. Γέλασα χωρίς χιούμορ. «Όχι με την έννοια που σκέφτεσαι.» Ήταν ήσυχη τότε. Άκουσα τις σκέψεις της καθώς μάντευε διαφορετικά πράγματα, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει το νόημα αυτού που είπα. «Δεν πλησιάζεις καν.» Της είπα. «Ένα στοιχείο;» Με ρώτησε. «Άφησε το, σε παρακαλώ Τάνυα.» Ήταν και πάλι ήσυχη, κάνοντας ακόμα υποθέσεις. ...Που θα πάς, Έντουαρντ αν φύγεις; Πίσω στον Καρλάιλ; «Δεν νομίζω,» ψιθύρισα.
Πού θα πήγαινα; Δεν μπορούσα να σκεφτώ κανένα μέρος στον πλανήτη που να μου κινούσε το ενδιαφέρον. Δεν υπήρχε τίποτα που ήθελα να δω ή να κάνω. Γιατί, όπου και να πήγαινα, στην πραγματικότητα δεν θα πήγαινα κάπου- απλά θα έτρεχα από κάτι. Το μισούσα αυτό. Πότε έγινα τόσο δειλός; Η Τάνυα έβαλε το χέρι της γύρω από τους ώμους μου. Ξαφνιάστηκα, αλλά δεν απέφυγα του άγγιγμα της. Το εννοούσε σαν μια φιλική πράξη για να με παρηγορήσει. Περίπου. «Εγώ πιστεύω πας θα πας πίσω.» είπε, και η φωνή της είχε λίγα ίχνη από την χαμένη ρωσική της προφορά. «Ότι …ή όποιος….σε στοιχειώνει. Θα το αντιμετωπίσεις και θα προχωρήσεις. Τέτοιος τύπος είσαι.» Οι σκέψεις της, ήταν όσο σίγουρα ήταν και τα λόγια της. Προσπάθησα να αποδεχτώ το όραμά του εαυτού μου που είχε στο μυαλό της. Ήμουν κάποιος που αντιμετώπιζε οτιδήποτε. Ήταν ευχάριστο να βλέπω τον | |
| | | Leia the werewolf twilight 4 ever
Αριθμός μηνυμάτων : 172 Reputation : 0 Ημερομηνία εγγραφής : 14/08/2009 Ηλικία : 28 Τόπος : La-Pous
| Θέμα: Απ: 2ο κεφαλαιο Παρ 14 Αυγ 2009 - 19:51 | |
| εαυτό μου πάλι έτσι. Ποτέ δεν είχα αμφισβητήσει το θάρρος μου, την δυνατότητα μου να αντιμετωπίζω δυσκολίες, πριν εκείνη την απαίσια ώρα στο μάθημα της Βιολογίας πριν από τόσο λίγο καιρό. Την φίλησα στο μάγουλο, και τραβήχτηκα γρήγορα όταν γύρισε το πρόσωπό της προς το δικό μου, τα χείλη της ήδη σουφρωμένα. Χαμογέλασε αξιολύπητα στην ταχύτητά μου. «Ευχαριστώ Τάνυα. Είχα ανάγκη να το ακούσω αυτό.» Οι σκέψεις της έγιναν νευρικές. «Παρακαλώ, υποθέτω... Μακάρι να ήσουν πιο λογικός Έντουαρντ.» «Λυπάμαι Τάνυα. Ξέρεις πως παραείσαι καλή για μένα. Απλά…δεν έχω βρει ακόμα αυτό που ψάχνω.» «Αν φύγεις πριν σε ξαναδώ, τοτε…αντίο Έντουαρντ.» «Αντίο Τάνυα.»Καθώς είπα τις λέξεις, μπορούσα να το δω. Έβλεπα τον εαυτό μου να φεύγει. Να είμαι αρκετά δυνατός για να επιστρέψω στο ένα μέρος που ήθελα να είμαι. «Ευχαριστώ και πάλι.» Σηκώθηκε γεμάτη χάρη με μια κίνηση, και μετά έτρεχε σαν φάντασμα στο χιόνι τόσο γρήγορα που τα πόδια της δεν είχαν χρόνο να βυθιστούν στο χιόνι. Δεν άφησε ίχνη πίσω της. Δεν κοίταξε πίσω. Η απόρριψη μου την ενόχλησε περισσότερο απʼότι έδειξε πριν, ακόμα και στις σκέψεις της. Δεν θα ήθελε να με ξαναδεί πριν φύγω. Η έκφρασή μου ήταν πικρή. Δεν μου άρεζε που πλήγωνα την Τάνυα, αν και τα συναισθήματά της δεν ήταν βαθιά, ισα-ισα αγνά, και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσα να τα ανταποδώσω. Και πάλι όμως με έκανε να νιώθω λιγότερο αξιοπρεπής. Ακούμπησα το πιγούνι μου στα γόνατα μου και ξανακοίταξα τα αστέρια, αν και ξαφνικά ένιωθα ανυπομονησία για να φύγω. Ήξερα ότι η Άλις θα με έβλεπε να επιστρέφω, θα το έλεγε στους άλλους. Αυτό θα τους χαροποιούσε-ειδικά τον Καρλάιλ και την Εσμέ. Αλλά κοίταξα τα αστέρια για άλλη μια στιγμή, προσπαθώντας να δω πέρα από εκείνο το πρόσωπο στο μυαλό μου. Ανάμεσα στα υπέροχα αυτά φώτα και εμένα, ένα ζευγάρι μπερδεμένα σοκολατί μάτια με κοιτούσαν. φαινόταν να απορούν για το τι θα σήμαινε αυτή η απόφαση μου για εκείνη. Φυσικά δεν μπορούσα να ξέρω αν όντως αυτήν την πληροφορία αναζητούσαν αυτά τα περίεργα μάτια. Ακόμα και στην φαντασία μου δεν μπορούσα να ακούσω τις σκέψεις της. Τα μάτια της Μπέλλα Σουάν συνέχισαν να απορούν και η ανεμπόδιστη θέα των αστεριών συνέχισε να μου διαφεύγει. Με έναν βαθύ αναστεναγμό, τα παράτησα, και σηκώθηκα. Αν έτρεχα, θα έφτανα στο αυτοκίνητο του Καρλάιλ σε λιγότερο από μια ώρα…
Στην βιασύνη μου να δω την οικογένειά μου-και θέλοντας πολύ να είμαι ο Έντουαρντ που αντιμετώπιζε τις καταστάσεις- διέσχισα γρήγορα το φεγγαροφωτισμένο χιόνι, χωρίς να αφήσω ίχνη.
* * * *
«Όλα θα πάνε καλά», είπε η Άλις. Τα μάτια της ήταν δεν εστίαζαν καλά και ο Τζάσπερ την κρατούσε απαλά από τον αγκώνα, οδηγώντας την μπροστά καθώς μπαίναμε στην καφετέρια. Η Ρόζαλι και ο Έμετ ήταν μπροστά. Ο Έμετ έμοιαζε με σωματοφύλακα στην μέση μιας εχθρικής περιοχής. Η Ρόουζ φαινόταν επιφυλακτική, αλλά πιο πολύ ενοχλημένη παρά προστατευτική. «Φυσικά και θα πάνε καλά,» μουρμούρισα. Η συμπεριφορές τους ήταν γελοίες. Εάν δεν ήμουν σίγουρος ότι μπορούσα να το χειριστώ, θα έμενα σπίτι. Η ξαφνική αλλαγή του φυσιολογικού, ακόμα και παιχνιδιάρικου πρωινού-ειχε χιονίσει μέσα στη νύχτα και ο Έμετ με τον Τζάσπερ δεν ντράπηκαν να εκμεταλλευτούν το ότι δεν πρόσεχα και με βομβάρδισαν με χιονόμπαλες. Όταν βαρέθηκαν την έλλειψη ανταπόκρισής μου, στράφηκαν ο ένας στον άλλον-σε αυτήν την υπερβολική επαγρύπνηση, θα ήταν κωμική αν δεν ήταν τόσο ενοχλητική. «Δεν έχει έρθει ακόμα, αλλά αν κάτσουμε στην συνηθισμένη μας θέση δεν θα πέρασει από κανένα ρεύμα αέρα.» «Φυσικά και θα καθίσουμε στην συνηθισμένη μας θέση. Σταμάτα Άλις. Με εκνευρίζεις. Θα είμαι μια χαρά.» Ανοιγόκλεισε τα μάτια της και ο Τζάσπερ τη βοήθησε να καθίσει. Τα μάτια της επικεντρώθηκαν στο πρόσωπό μου. «Χμμμ,» είπε, ακουγόταν έκπληκτη. «Νομίζω πως έχεις δίκιο.» «Φυσικά και έχω δίκιο», μουρμούρισα. Σιχαινόμουν που ήμουν το επίκεντρο της προσοχής τους. Ένιωσα ξαφνικά συμπόνια για τον Τζάσπερ, καθώς θυμόμουν όλες τις φορές που τον γυροφέρναμε προστατευτικά. Συνάντησε το βλέμμα μου για λίγο και χαμογέλασε. Ενοχλητικό δεν είναι; Μόρφασα. Είχε περάσει μόνο μια εβδομάδα από τότε που αυτή η καφετέρια μου φαινόταν τόσο βαρετή; Που ήταν σχεδόν σαν ύπνος, σαν κώμα το να βρίσκομαι εδω; Σήμερα, τα νεύρα μου ήταν σφιγμένα-σαν χορδές πιάνου, έτοιμες να βγάλουν ήχο με την παραμικρή πίεση. Οι αισθήσεις μου ήταν σε ετοιμότητα. Σκάναρα κάθε ήχο, κάθε τι που έβλεπα, κάθε κίνηση του αέρα που με ακουμπούσε, κάθε σκέψη. Ειδικά τις σκέψεις. Μόνο μία αίσθηση είχα κλειδωμένη, αρνούμενος να την χρησιμοποιήσω. Την όσφρηση φυσικά. Δεν ανέπνεα.
Περίμενα να ακούσω περισσότερα για τους Κάλεν καθώς περνούσα από τις σκέψεις. Όλη μέρα περίμενα, ψάχνοντας για κάποιον που μπορεί η Μπέλλα Σουάν να εμπιστεύτηκε, προσπαθώντας να δω τι κατεύθυνση θα είχε πάρει το κουτσομπολιό. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Κανείς δεν πρόσεξε τους πέντε βρικόλακες στην καφετέρια, σαν να μην είχε έρθει το κορίτσι. Αρκετοί άνθρωποι την σκέφτονταν ακόμα, ίδιες σκέψεις με την προηγούμενη εβδομάδα. Αυτή τη φορά όμως δεν μου φαίνονταν βαρετές, αντίθετα ήμουν περίεργος και εντυπωσιασμένος. Δεν είχε πει σε κανέναν τίποτα για εμένα; Αποκλείεται να μην είχε προσέξει το μαύρο, φονικό μου βλέμμα. Την είχα δει να αντιδράει. Σίγουρα την είχα κατατρομάξει. Ήμουν σίγουρος ότι θα το είχε αναφέρει σε κάποιον, ίσως να υπερέβαλε και λίγο για να ακουστεί καλύτερα η ιστορία. Να μου έδινε και κάποιες απειλητικές ατάκες, ας πούμε. Επίσης, με είχε ακούσει να προσπαθώ να αποφύγω το μάθημα της Βιολογίας. Δεν μπορεί, θα αναρωτήθηκε, αφού είχε δει την έκφραση μου, αν εκείνη ήταν η αιτία. Μια φυσιολογική κοπέλα θα ρωτούσε, θα σύγκρινε εμπειρίες άλλων, θα έψαχνε για κάτι λογικό που θα εξηγούσε την συμπεριφορά μου, για να μην νιώθει αποκομμένη. Οι άνθρωποι συνέχεια ήθελαν απελπισμένα να νιώθουν φυσιολογικοί, να προσαρμόζονται. Να ταιριάζουν με τους υπόλοιπους γύρω τους, σαν ένα κοπάδι πρόβατα που κανένα δεν ξεχωρίζει. Αυτό το αίσθημα της προσαρμοστικότητας ήταν ιδιαίτερα δυνατό στα χρόνια της εφηβείας. Αυτή η κοπέλα δεν θα ήταν εξαίρεση. Αλλά κανείς δεν μας έδωσε σημασία, καθώς καθίσαμε στο συνηθισμένο μας τραπέζι. Η Μπέλλα θα ήταν ιδιαίτερα ντροπαλή για να μην μίλησε σε κανέναν. Ίσως να μίλησε στον πατέρα της, ίσως αυτή να ήταν η ισχυρότερή της σχέση…αν και και ήταν απίθανο, μιας και δεν περνούσε και πολύ χρόνο μαζί του μέχρι να έρθει εδώ. Θα ήταν πιο κοντά με την μητέρα της. Και πάλι, θα έπρεπε να περάσω από του τον αρχηγό Σουάν σύντομα για να ακούσω τι σκεφτόταν. «Τίποτα καινούριο;» Ρώτησε ο Τζάσπερ. «Τίποτα. Μαλλον…δεν είπε τίποτα.» Όλοι τους ανασήκωσαν τα φρύδια τους σε αυτήν την είδηση. «Ίσως να μην είσαι όσο τρομακτικός νομίζεις,» Είπε ο Έμετ χαχανίζοντας. «Βάζω στοίχημα πως εγώ θα μπορούσα να την τρομάξω περισσότερο.» Τον κοίταξα με απάθεια. «Αναρωτιέμαι γιατί…;» Προβληματιζόταν για τον λόγο που οι σκέψεις του κοριτσιού μου είναι κρυφές. «Τα έχουμε ξαναπεί αυτά. Δεν ξέρω.» «Έρχεται.» Μουρμούρισε εκείνη τη στιγμή η Άλις. Πάγωσε το σώμα μου. «Προσπαθήστε να συμπεριφερθείτε σαν άνθρωποι.» «Άνθρωποι είπες;» Ρώτησε ο Έμετ. Σήκωσε την δεξιά του γροθιά, αποκαλύπτοντας μια μπάλα χιονιού που είχε κρατήσει. Φυσικά, δεν είχε λιώσει. Το χιόνι είχε γίνει πάγος. Κοίταξε τον Τζάσπερ, αλλά εγώ είδα ότι οι σκέψεις του αλλού κατευθύνονταν. Το ίδιο και Άλις φυσικά. Όταν ξαφνικά της πέταξε τον πάγο αυτή τον απέκρουσε άνετα με μια μικρή κίνηση του χεριού της. Ο πάγος εκσφενδονίστηκε ως την άλλη άκρη της καφετέριας, πολύ γρήγορα για τα ανθρώπινα μάτια, και κομματιάστηκε-αφού χτύπησε με έναν δυνατό ήχο στον τοίχο ο οποίος ράγισε κι όλας. Τα κεφάλια που βρίσκονταν εκεί κοντά, γύρισαν να κοιτάξουν τον θρυμματισμένο πάγο στο πάτωμα. Αμέσως έψαχναν να βρουν ποιος το έκανε. Δεν κοίταξαν όμως πέρα από μερικά τραπέζια. Κανείς δεν κοίταξε εμάς. «Πολύ ανθρώπινο Έμετ.»Είπε αυστηρά η Ρόζαλι. «Γιατί δεν κάνεις και καμιά τρύπα στον τοίχο με το χέρι σου;» «Θα ήταν πιο εντυπωσιακό αν το έκανες εσύ, μωρό μου.» Προσπάθησα να τους προσέχω. Είχα σχηματισμένο στο πρόσωπό μου | |
| | | Leia the werewolf twilight 4 ever
Αριθμός μηνυμάτων : 172 Reputation : 0 Ημερομηνία εγγραφής : 14/08/2009 Ηλικία : 28 Τόπος : La-Pous
| Θέμα: Απ: 2ο κεφαλαιο Παρ 14 Αυγ 2009 - 19:51 | |
| και ένα μικρό χαμόγελο, σαν να συμμετείχα στην συζήτηση. Δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να κοιτάξει στην ουρά όπου ήξερα πως βρισκόταν η κοπέλα. Αλλά μόνο αυτό άκουγα.
Η Τζέσικα δεν είχε υπομονή με την καινούρια, η οποία στεκόταν ακίνητη στην ουρά και φαινόταν να μην την προσέχει. Είδα στις σκέψεις της Τζέσικα ότι τα μάγουλα της Μπέλλα είχαν χρωματιστεί κόκκινα με αίμα. Πήρα μια μικρή, ρηχή ανάσα, έτοιμος να σταματήσω να αναπνέω αν υπήρχε κάποιο ίχνος της οσμής της στον αέρα. Ο Μάικ Νιούτον βρισκόταν με τα δύο κορίτσια. Άκουσα τις σκέψεις του αλλά και την κανονική του φωνή, καθώς ρώτησε την Τζέσικα τι είχε η Σουάν. Δεν μου άρεζε ο τρόπος με τον οποίο οι σκέψεις του την περιτύλιγαν. Εκείνη τη στιγμή η Μπέλλα Σουάν σήκωσε το κεφάλι της σαν να είχε ξεχάσει πως ο Μάικ ήταν εκεί. «Τίποτα.» Άκουσα την Μπέλλα να λέει με χαμηλή, καθαρή φωνή. Μου φάνηκε να ηχούσε σαν κουδούνι η φωνή της μέσα στην βουή της καφετέριας, αλλά ήξερα πως αυτό ήταν επειδή περίμενα να την ακούσω. «Θα πάρω μόνο αναψυκτικό σήμερα,» συνέχισε καθώς προχωρούσε στην ουρά, δεν κρατήθηκα και την κοίταξα. Τα μάτια της είχαν κολλήσει στο πάτωμα και το αίμα σίγα-σιγα έφευγε από το πρόσωπό της. Έστρεψα γρήγορα το βλέμμα μου αλλού, στον Έμετ, ο οποίος γελούσε με το πικραμένο-τώρα-χαμόγελο στο πρόσωπό μου. ...Φαίνεσαι άρρωστος αδερφέ. Διόρθωσα την έκφρασή μου, ώστε να φαίνεται, κανονική και αδιάφορη. Η Τζέσικα αναρωτιόταν για την έλλειψη πείνας του κοριτσιού. «Δεν πεινάς;» «Βασικά νιώθω λίγο αδιάθετη.» Η φωνή της ήταν ακόμα πιο χαμηλή αλλά πάλι καθαρή. Γιατί με ενοχλούσε η προστατευτικότητα στις σκέψεις του Μάικ, απέναντι στο κορίτσι; Γιατί με ενοχλούσε ο κτητικός τόνος των σκέψεών του; Δεν με αφορούσε αν ο Μάικ ήταν υπερβολικά ανήσυχος για αυτήν. Ίσως τέτοια ανταπόκριση να είχαν όλοι απέναντί της. Και εγώ δεν ήθελα ενστικτωδώς να την προστατέψω; Πριν βέβαια σκεφτώ να την σκοτώσω… Αλλά ήταν όντως άρρωστη; Ήταν δύσκολο να κρίνω-φαινόταν τόσο ευαίσθητη με το ημιδιαφανές της δέρμα…Τότε συνειδητοποίησα ότι ανησυχούσα κι εγώ, σαν το απλοϊκό αγόρι, και πίεσα τον εαυτό μου να μην σκέφτομαι την υγεία της. Δεν μου άρεζε να την παρακολουθώ μέσα από τις σκέψεις του Μάικ και έτσι άλλαξα στης Τζέσικα, καθώς αποφάσιζαν σε ποιο τραπέζι θα κάθονταν. Ευτυχώς κάθισαν με την συνηθισμένη παρέα της Τζέσικα, σε ένα από τα πρώτα τραπέζια της καφετέριας. Δεν ήταν στο ρεύμα όπως είχε υποσχεθεί η Άλις. Η Άλις μου έδωσε αγκωνιά. Θα κοιτάξει κατά δώ σύντομα, φέρσου κανονικά. Έσφιξα τα δόντια μου. «Ηρέμησε Έντουαρντ.» είπε ο Έμετ. «Ειλικρινά. Και να σκοτώσεις έναν άνθρωπο δεν είναι το τέλος του κόσμου.» «Εσύ θα ήξερες.» Μουρμούρισα. Ο Έμετ γέλασε. «Πρέπει να μάθεις να ξεπερνάς κάποια πράγματα. Όπως κάνω εγώ. Η αιωνιότητα είναι μεγάλο χρονικό διάστημα για να πνίγεσαι στην ενοχή.»
Και εκείνη τη στιγμή η Άλις πέταξε μια χούφτα χιονιού ,που είχε κρατήσει και αυτή, στο ανυποψίαστο πρόσωπο του Έμετ. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του ξαφνιασμένος, και μετά χαμογέλασε με προσδοκία. «Μου δίνεις αφορμή.» Έγειρε στο τραπέζι και άρχισε να τινάζει τα -με πάγο-μαλλιά του προς την κατεύθυνσή της. Το χιόνι, καθώς έλιωνε με τον ζεστό αέρα, πεταγόταν από τα μαλλιά του σε μορφή νερού και πάγου συγχρόνως. «Μπλιάχ!» Παραπονέθηκε η Ρόζαλι, καθώς αυτή και η Άλις προσπαθούσαν να τον αποφύγουν. Η Άλις γέλασε κάνοντας μας όλους να γελάσουμε μαζί της. Μπορούσα να δώ στο μυαλό της Άλις πως είχε σκηνοθετήσει αυτήν την τέλεια στιγμή. Και ήξερα πως το κορίτσι- έπρεπε να σταματήσω να την σκέφτομαι έτσι, σαν να ήταν το μόνο κορίτσι στον κόσμο-πως η Μπέλλα θα μας έβλεπε να γελάμε και να παίζουμε, σαν μια χαρούμενη και ανθρώπινη μη-ρεαλιστική οικογένεια. Η Άλις συνέχισε να γελάει και χρησιμοποίησε τον δίσκο της ως ασπίδα. Το κορίτσι-η Μπέλλα θα έπρεπε να μας κοιτάει ακόμα. …κοιτάει πάλι τους Κάλεν ,σκέφτηκε κάποιος έχοντας την προσοχή μου. Κοίταξα αυτόματα, συνειδητοποιώντας-καθως τα μάτια μου βρήκαν τον προορισμό τους-ότι αναγνώρισα την φωνή την οποία άκουγα τόσο πολύ σήμερα. Αλλά τα μάτια μου γλίστρησαν από την Τζέσικα και καρφώθηκαν στο διαπεραστικό βλέμμα της κοπέλας. Κοίταξε κάτω βιαστικά, και τα μαλλιά της την έκρυψαν. Τι σκεφτόταν; Η ενόχληση φαινόταν να γίνεται εντονότερη αντί να σβήνει. Προσπάθησα-χωρίς να είμαι σίγουρος τι έκανα γιατί δεν το είχα ξανακάνει-να εξετάσω με το μυαλό μου την σιωπή που την περιτριγύριζε. Η δεύτερη μου ακοή μου ερχόταν ως κάτι φυσικό, χωρίς να ρωτήσω. Ποτέ δεν χρειάστηκε να την δουλέψω. Αλλά τώρα συγκεντρώθηκα, προσπαθώντας να διαπεράσω όποια ασπίδα ήταν που υπήρχε γύρω της. Μόνο σιωπή. Μα τι έχει αυτή η κοπέλα; Σκέφτηκε η Τζέσικα σαν αντίλαλος των δικών μου σκέψεων. «Ο Έντουαρντ Κάλεν σε κοιτάζει» Ψιθύρισε στο αυτί της Μπέλλα, προσθέτοντας ένα χαχανητό. Δεν υπήρχε ίχνος ζήλιας ή ενόχλησης στην φωνή της. Η Τζέσικα είχε ταλέντο στο να προσποιείται τη φίλη. Άκουγα και εγώ, απορροφημένος, για την απάντηση του κοριτσιού. «Δεν φαίνεται θυμωμένος ε;»Ψιθύρισε πίσω. Οπότε είχε προσέξει την άγρια αντίδραση μου την προηγούμενη εβδομάδα. Φυσικά και το πρόσεξε. Η ερώτηση της παραξένεψε την Τζέσικα. Είδα το πρόσωπό μου στις σκέψεις της καθώς ανέλυε την έκφρασή μου, αλλά δεν συνάντησα το βλέμμα της. Ήμουν ακόμη συγκεντρωμένος στο κορίτσι προσπαθώντας να ακούσω κάτι. Η συγκέντρωση μου δεν φαινόταν να βοηθάει και καθόλου. «Όχι.» Της είπε η Τζές, και ήξερα πως έλπιζε να μπορούσε να της πει ναι. «Θα έπρεπε;» «Δεν νομίζω πως με συμπαθεί,» ψιθύρισε πίσω το κορίτσι, ξαπλώνοντας το κεφάλι της πάνω στο χέρι της, σαν να ήταν ξαφνικά κουρασμένη. Προσπάθησα να καταλάβω την κίνηση, αλλά μπορούσα μόνο να κάνω υποθέσεις. Ίσως να ήταν κουρασμένη. «Οι Κάλεν δεν συμπαθούν κανέναν,» την βεβαίωσε η Τζές. «Βασικά δεν προσέχουν κανέναν αρκετά για να τον συμπαθήσουν.» Η τουλάχιστον παλιά δεν πρόσεχαν κανέναν. Σκέφτηκε με έναν παραπονεμένο τόνο. «Πάντως σε κοιτάει ακόμα.» «Σταμάτα να τον κοιτάς,» είπε βιαστικά το κορίτσι, σηκώνοντας το κεφάλι της για να βεβαιωθεί ότι την άκουσε. Η Τζέσικα χαχάνισε αλλά την άκουσε.
Η κοπέλα για την υπόλοιπη ώρα δεν μετακίνησε το βλέμμα της από το τραπέζι. Σκέφτηκα-όμως, φυσικά, δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος-ότι αυτό ήταν σκόπιμο. Φαινόταν σαν να ήθελε να με κοιτάξει. Το σώμα της θα γυρνούσε, λίγο, προς την κατεύθυνσή μου, το σαγόνι της θα άρχιζε να στρίβει καμιά φορά αλλά σταματούσε τον εαυτό της, έπαιρνε μια βαθιά ανάσα, και κοιτούσε όποιον μιλούσε εκείνη τη στιγμή. Αγνοούσα της φωνές γύρω από το κορίτσι, μιας και δεν είχαν να κάνουν μαζί της. Ο Μάικ Νιούτον σχεδίαζε έναν χιονοπόλεμο στο παρκινγκ μετά το σχολείο, μην γνωρίζοντας ότι το χιόνι είχε μετατραπεί σε βροχή. Ο απαλός ήχος του χιονιού στην στέγη τώρα είχε γίνει ο συνηθισμένος ήχος της βροχής. Πραγματικά, δεν μπορούσε να ακούσει την αλλαγή; Έμενα πάντως μου φαινόταν αρκετά δυνατός ο ήχος. Όταν τελείωσε το διάλειμμα του φαγητού, εγώ έμεινα στην θέση μου. Οι άνθρωποι έφευγαν, και βρήκα τον εαυτό μου να προσπαθεί να ξεχωρίσει τον ήχο του βαδίσματός της, λες και θα έβρισκα τίποτα διαφορετικό ή ενδιαφέρον. Τι χαζό. Ούτε η οικογένεια μου κουνήθηκε. Περίμεναν να δουν τα θα έκανα εγώ. Θα πήγαινα στο μάθημα, να κάτσω δίπλα στο κορίτσι όπου θα μύριζε το απίστευτα ελκυστικό της αίμα και θα ένιωθα την ζεστασιά του παλμού της στον αέρα-στο δέρμα μου; Ήμουν αρκετά δυνατός γιʼαυτό; Ή έφτανε τόσο για μια μέρα; «Νομιζω…θα είναι εντάξει,» είπε διστακτικά η Άλις. «Έχεις κατασταλάξει. Νομίζω πως θα τα καταφέρεις για αυτήν την ώρα.» Αλλά η Άλις ήξερε πόσο γρήγορα μπορούσα να αλλάξω γνώμη. «Γιατί να πιεστείς Έντουαρντ;» Ρώτησε ο Τζάσπερ. Αν και δεν ήθελε να νιώθει περηφάνια που δεν ήταν πια αυτός ο αδύναμος, μπορούσα να την διακρίνω λίγο στα λόγια του. «Πήγαινε σπίτι. Πάρτο αργά.» «Ποιός ο λόγος;» Διαφώνησε ο Έμετ. «Ή θα την σκοτώσει ή δεν θα την σκοτώσει. Καλύτερα να τελειώνει , ότι και να κάνει από τα δύο.» «Δεν θέλω να μετακομίσω ακόμα,» παραπονέθηκε η Ρόζαλι. «Δεν θέλω να ξαναρχίσω από την αρχή. Σχεδόν φεύγουμε από το Λύκειο ,Έμετ. | |
| | | Leia the werewolf twilight 4 ever
Αριθμός μηνυμάτων : 172 Reputation : 0 Ημερομηνία εγγραφής : 14/08/2009 Ηλικία : 28 Τόπος : La-Pous
| Θέμα: Απ: 2ο κεφαλαιο Παρ 14 Αυγ 2009 - 19:52 | |
| Επιτέλους.» Ήμουν διχασμένος. Ήθελα πολύ να το αντιμετωπίσω και να συνεχίσω. Αλλά δεν ήθελα να σπρώξω τον εαυτό μου στα όρια. Ήταν λάθος την προηγούμενη εβδομάδα που ο Τζάσπερ δεν πήγε για κυνήγι για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήταν και αυτό ένα εξίσου άσκοπο λάθος; Δεν ήθελα να ξεριζώσω την οικογένειά μου. Κανείς τους δεν θα με ευχαριστούσε αν το έκανα. Αλλά ήθελα να πάω στο μάθημα βιολογίας. Συνειδητοποίησα ότι ήθελα να ξαναδώ το πρόσωπό της. Αυτό ήταν που με έκανε να αποφασίσω. Αυτή η περιέργεια. Ήμουν ενοχλημένος με τον εαυτό μου που την ένιωθα. Δεν είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι το σιωπηλό μυαλό της κοπέλας δεν θα με έκανε να ενδιαφερθώ περισσότερο; Και ναʼμουν εγώ. Πιο ενδιαφερόμενος από ποτέ. Ήθελα να ξέρω τι σκέφτεται. Το μυαλό της ήταν σφραγισμένο αλλά τα μάτια της ήταν ανοιχτά. Ίσως να μπορούσα να διαβάσω αυτά. «Όχι Ρόουζ, πραγματικά νομίζω πως θα είναι εντάξει,» είπε η Άλις. «Γίνεται όλο και πιο σίγουρο. Είμαι ενενήντα-τρία τοις εκατό σίγουρη ότι τίποτα κακό δεν θα συμβεί αν πάει στο μάθημα.» Με κοίταξε αδιάκριτα απορώντας τι άλλαξε στις σκέψεις μου που έκανα τα οράματά της για το μέλλον πιο σίγουρα. Η περιέργεια μου θα ήταν αρκετή για να κρατήσει την Μπέλλα Σουάν ζωντανή;
Ο Έμετ όμως είχε δίκιο-γιατί να μην ξεμπερδεύω μια και καλή, ότι και αν γίνει; Θα αντιμετώπιζα τον πειρασμό και θα προχωρούσα. «Πηγαίνετε στο μάθημα,» διέταξα σπρώχνοντας τον εαυτό μου από το τραπέζι. Γύρισα και απομακρύνθηκα χωρίς να κοιτάξω πίσω. Άκουγα την ανησυχία της Άλις, την επίκριση του Τζάσπερ, την συγκατάθεση του Έμετ, και την ενόχληση της Ρόζαλι να με ακολουθούν. Πήρα μια τελευταία βαθιά ανάσα και την κράτησα καθώς μπήκα μέσα στη μικρή, ζεστή αίθουσα. Δεν είχα αργήσει. Ο κύριος Μπάνερ ακόμα ετοιμαζόταν για το σημερινό εργαστήριο. Το κορίτσι καθόταν στο δικό μου-στο δικό μας τραπέζι, το κεφάλι της ήταν πάλι σκυμμένο καθώς κοιτούσε το τετράδιό της στο οποίο σχεδίαζε αφηρημένα. Εξέτασα το σκίτσο καθώς πλησίαζα, ενδιαφερόμενος ακόμα και για αυτήν την μικρή δημιουργία του μυαλού της, αλλά δεν είχε καμία σημασία. Απλά τυχαίες μουντζούρες . Ίσως να μην ήταν αφοσιωμένη στο σχέδιο, αλλά να σκεφτόταν κάτι άλλο; Τράβηξα την καρέκλα με θόρυβο, αφήνοντας την να συρθεί στο πάτωμα δυνατά. Οι άνθρωποι πάντα ένιωθαν πιο άνετα όταν ένας ήχος επισήμανε την άφιξη κάποιου. Ήξερα ότι με άκουσε. Δεν σήκωσε το κεφάλι της, αλλά το χέρι της σταμάτησε να σχηματίζει μουντζούρες. Γιατί δεν σήκωσε το κεφάλι της να με δει; Μάλλον φοβόταν. Έπρεπε οπωσδήποτε να αλλάξω την εντύπωση που είχε σχηματίσει για μένα. Να την κάνω να νομίζει είχε φανταστεί την συμπεριφορά μου την προηγούμενη φορά. «Γεια,» είπα με την χαμηλή φωνή που χρησιμοποιούσα ειδικά για να νιώθουν άνετα οι άνθρωποι. Σχημάτισα και ένα ευγενικό χαμόγελο στα χείλη μου προσέχοντας να μην δείξω τα δόντια μου. Τότε σήκωσε το βλέμμα της, τα ορθάνοιχτα καστανά της μάτια ήταν ξαφνιασμένα και γεμάτα σιωπηλές ερωτήσεις. Ήταν το ίδιο βλέμμα που εμπόδιζε την όρασή μου την προηγούμενη εβδομάδα. Καθώς κοίταζα αυτά τα ασυνήθιστα βαθιά, καστανά μάτια, συνειδητοποίησα ότι το μίσος-το μίσος που είχα φανταστεί ότι για κάποιο λόγο άξιζε και μόνο επειδή υπήρχε-είχε εξαφανιστεί. Καθώς δεν ανέπνεα τώρα και δεν γευόμουν την οσμή της, ήταν δύσκολο να πιστέψω πως κάποια τόσο ευάλωτη μπορούσε να είναι δίκαια μισητή. Τα μάγουλά της άρχισαν να κοκκινίζουν, και δεν είπε τίποτα. Συνέχισα να κοιτάω μέσα στα μάτια της, αφοσιωμένος μόνο στα ερωτήματα που έκρυβαν και αγνοώντας το γευστικό χρώμα του δέρματός της. Είχα αρκετή αναπνοή για να μιλήσω λίγο ακόμα χωρίς να εισπνεύσω. «Ονομάζομαι Έντουαρντ Κάλεν,» είπα, γνωρίζοντας πως το ήξερε ήδη. Ήταν ο ευγενικός τρόπος να ξεκινήσω. «Δεν είχα την ευκαιρία να συστηθώ την προηγούμενη εβδομάδα. Πρέπει να είσαι η Μπέλλα Σουάν.» Φάνηκε μπερδεμένη-σχηματίστηκε πάλι εκείνη η ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια της. Της πήρε ένα δευτερόλεπτο περισσότερο απʼότι θα έπρεπε, για να απαντήσει. «Πώς ξέρεις το όνομά μου;» απαίτησε, και η φωνή της έτρεμε λίγο. Πρέπει να την τρόμαξα πραγματικά. Αυτό με έκανε να νιώθω ένοχο. Ήταν τόσο απροστάτευτη. Γέλασα μαλακά-ήταν ένας ήχος που ήξερα ότι ηρεμούσε λίγο τους ανθρώπους. Και πάλι, πρόσεξα να μην δείξω τα δόντια μου. «Νομίζω πως όλοι ξέρουν το όνομά σου.» Σίγουρα θα γνώριζε ότι ήταν το κέντρο της προσοχής αυτού του μονότονου μέρους. «Όλη η πόλη περίμενε τον ερχομό σου.» Μόρφασε ελαφρά, σαν να μην της ήταν ευχάριστη αυτή η πληροφορία. Υπέθετα ότι επειδή ήταν ντροπαλή, τόση προσοχή θα ήταν κάτι άσχημο για αυτήν. Οι περισσότεροι άνθρωποι ένιωθαν το αντίθετο. Αν και δεν ήθελαν να ξεχωρίζουν από «το κοπάδι», συγχρόνως ήθελαν έναν προβολέα ο καθένας για να αναδείξουν το πόσο ξεχωριστοί και καλύτεροι είναι από τους υπόλοιπους. «Όχι,» είπε. «εννοούσα, γιατί με είπες Μπέλλα;» «Προτιμάς το Ιζαμπέλλα;» ρώτησα μπερδεμένος από το γεγονός ότι δεν ήξερα που οδηγούσε η ερώτησή της. Δεν καταλάβαινα. Είχε κάνει ξεκάθαρη την προτίμησή της την πρώτη μέρα. Ήταν όλοι οι άνθρωποι τόσο δυσκολονόητοι χωρίς τις σκέψεις τους για καθοδήγηση; «Όχι, προτιμώ το Μπέλλα,» απάντησε, γέρνοντας ελαφρά προς μια πλευρά. Η έκφραση της-αν την διάβαζα σωστά- ήταν μπερδεμένη και ντροπιασμένη. «Απλά ο Τσάρλυ-εννοώ ο μπαμπάς μου-θα πρέπει να με φωνάζει Ιζαμπέλλα πίσω από την πλάτη μου. Έτσι με γνωρίζουν όλοι εδώ.» Η απόχρωση του κόκκινου στα μάγουλά της σκούρυνε κατά έναν τόνο. «Α…» είπα αδιάφορα, και γρήγορα κοίταξα αλλού. Μόλις συνειδητοποίησα τι εννοούσε με την ερώτησή της: γλίστρησα-έκανα λάθος. Αν δεν άκουγα όλων τις σκέψεις την πρώτη μέρα, τότε αρχικά θα της απευθυνόμουν με ολόκληρό το όνομά της, όπως όλοι. Αυτή πρόσεξε τη διαφορά. Ένιωσα ένα αίσθημα ανησυχίας. Είχε καταλάβει πολύ γρήγορα το λάθος μου. Αρκετά εύστροφη , ειδικά για κάποια που υποτίθεται πως φοβόταν την εγγύτητα μου. Αλλά είχα πιο σοβαρά προβλήματα από το τι υποψίες μπορεί να κρατούσε κλειδωμένες μέσα στο μυαλό της. Είχα ξεμείνει από αέρα. Αν θα της ξαναμιλούσα θα έπρεπε να εισπνεύσω. Θα ήταν δύσκολο να αποφύγω να μιλάω. Δυστυχώς γιʼαυτήν το ότι μοιράζαμε το τραπέζι σήμαινε ότι θα έπρεπε να συνεργαστούμε κι όλας. Θα ήταν παράξενο-και πολύ αγενές- να την αγνοήσω καθώς κάναμε το εργαστήριο. Θα με υποπτευόταν περισσότερο και θα με φοβόταν… Έγειρα όσο πιο μακριά της μπορούσα, γυρνώντας το κεφάλι μου προς τον διάδρομο. Ετοίμασα τον εαυτό μου, κλείδωσα τους μυς μου και πήρα μια γρήγορη, βαθιά ανάσα-μονο από το στόμα. Αχχχ! Ήταν επώδυνο. Ακόμα και χωρίς να την μυρίζω, μπορούσα να την γευτώ στην γλώσσα μου. Ο λαιμός μου ξαφνικά πήρε φωτιά. Το αίσθημα ήταν όσο δυνατό όσο ήταν και την πρώτη στιγμή που την μύρισα την προηγούμενη εβδομάδα. Έτριξα τα δόντια μου και προσπάθησα να συγκρατηθώ. «Ξεκινήστε,» Διέταξε ο κύριος Μπάνερ. Ένιωσα σαν να χρειάστηκε κάθε ίχνος αυτοελέγχου που είχα αποκτήσει τα τελευταία εβδομήντα χρόνια για να γυρίσω πίσω στο κορίτσι-που κοιτούσε το τραπέζι-και να της χαμογελάσω. «Προηγούνται οι κυρίες.» Πρόσφερα. Κοίταξε την έκφρασή μου και η έκφρασή της ήταν κενή, τα μάτια της ορθάνοιχτα. Υπήρχε τίποτα παράξενο με την έκφρασή μου; Φοβόταν πάλι; Δεν μίλησε. «Ή θα μπορούσα να ξεκινήσω εγώ αν προτιμάς.» είπα σιγανά. «Όχι,» είπε και το πρόσωπό της από άσπρο έγινε κόκκινο. «θα ξεκινήσω εγώ.» Κοίταζα επίμονα τα εργαλεία στο τραπέζι, το μικροσκόπιο, το κουτί με τις διαφάνειες, αντί να βλέπω το αίμα κάτω από το δέρμα της. Πήρα άλλη μια σύντομη ανάσα μέσα από τα δόντια μου. «Πρόφαση,» είπε μετά από μια σύντομη ματιά. Ξεκίνησε να αλλάζει διαφάνεια αν και ίσα που την είχε εξετάσει. «Πειράζει να κοιτάξω κι εγώ;» Ενστικτωδώς-απερίσκεπτα, σαν να ήμουν του είδους της- άπλωσα το χέρι μου για να την σταματήσω πριν αλλάξει διαφάνεια. Για ένα δευτερόλεπτο, η ζεστασιά του δέρματός της με έκαψε. Ήταν σαν να με διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Τράβηξε γρήγορα το χέρι της. «Συγνώμη» μουρμούρισα μέσα από τα σφιγμένα μου δόντια. Ψάχνοντας κάπου για να κοιτάξω, πήρα το μικροσκόπιο και εξέτασα σύντομα την διαφάνεια. Είχε δίκιο. «Πρόφαση,» συμφώνησα. Ήμουν ακόμα αρκετά ανήσυχος για να την κοιτάξω. Καθώς ανέπνεα ήσυχα μέσα από τα δόντια μου και προσπαθώντας να αγνοήσω την φλεγόμενη δίψα, συγκεντρώθηκα στην απλή εργασία και έγραψα μια λέξη στη σωστή σειρά στο φυλλάδιο του πειράματος και άλλαξα την διαφάνεια. | |
| | | Leia the werewolf twilight 4 ever
Αριθμός μηνυμάτων : 172 Reputation : 0 Ημερομηνία εγγραφής : 14/08/2009 Ηλικία : 28 Τόπος : La-Pous
| Θέμα: Απ: 2ο κεφαλαιο Παρ 14 Αυγ 2009 - 19:53 | |
| Τι να σκεφτόταν τώρα; Πως ένιωσε αυτή όταν με άγγιξε; Το δέρμα μου θα ήταν παγωμένο-απωθητικό. Γιʼαυτό θα ήταν τόσο ήσυχη. Έριξα μια ματιά στο μικροσκόπιο. «Ανάφαση» είπα στον εαυτό μου καθώς το έγραψα και αυτό στο φυλλάδιο. «Μπορώ;» ρώτησε. Την κοίταξα, ξαφνιασμένος, καθώς αυτή περίμενε με το ένα χέρι απλωμένο προς το μικροσκόπιο. Δεν φαινόταν να φοβάται. Νόμιζε πραγματικά ότι μπορεί να είχα κάνει λάθος; Δεν μπορούσα να κρατήσω το χαμόγελο μου βλέποντας την ελπίδα στο πρόσωπό της καθώς έσπρωξα το μικροσκόπιο προς το μέρος της. Κοίταξε μέσα στο μικροσκόπιο με μια προσμονή η οποία έσβησε. Οι άκρες του στόματός της τραβήχτηκαν προς τα κάτω. «Τρίτη διαφάνεια;» ρώτησε, συνεχίζοντας να κοιτάει μέσα στο μικροσκόπιο, με το ένα χέρι απλωμένο. Έριξα την επόμενη διαφάνεια στην παλάμη της, προσέχοντας να μην την ακουμπήσω καθόλου. Το να κάθομαι δίπλα της ήταν σαν να καθόμουν δίπλα σε λάμπα. Ένιωθα την ζεστασιά της. Δεν κοίταξε την διαφάνεια για πολύ. «Μεσόφαση», είπε αδιάφορα-προπαθώντας ίσως λίγο σκληρά να ακουστεί έτσι- και έσπρωξε το μικροσκόπιο προς το μέρος μου. Δεν ακούμπησε το φυλλάδιο, αλλά περίμενε εγώ να γράψω την απάντηση. Εξέτασα την διαφάνεια-είχε δίκιο πάλι. Με αυτόν τον ρυθμό τελειώσαμε, λέγοντας μόνο μiα λέξη τη φορά και χωρίς να συναντηθούν τα βλέμματά μας. Ήμασταν οι μόνοι που είχαμε τελειώσει-οι άλλοι φαινόταν να δυσκολεύονταν περισσότερο. Ο Μάικ δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί-προσπαθούσε να βλέπει την Μπέλλα και εμένα.
Μακάρι να είχε μείνει όπου και αν πήγε, σκέφτηκε ο Μάικ που με κοιτούσε αδιάκριτα. Χμ, ενδιαφέρον. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι το αγόρι είχε δημιουργήσει τέτοια γνώμη για εμένα. Αυτή ήταν μια νέα εξέλιξη, όσο πρόσφατη ήταν και η άφιξη του κοριτσιού. Αλλά πιο ενδιαφέρον ήταν ότι συνειδητοποίησα -προς έκπληξη μου- πως τα συναισθήματα ήταν αμοιβαία. Κοίταξα το κορίτσι, σαστισμένος με το πόσο είχε αλλάξει ολότελα την ζωή μου, παρά την μη-απειλητική της εμφάνιση. Δεν ήταν όμως πως δεν μπορούσα να δώ για ποιο λόγο ο Μάικ είχε κολλήσει τόσο. Για να πω την αλήθεια ήταν ιδιαίτερα όμορφη… είχε μια ασυνήθιστη ομορφιά. Το πρόσωπό της ήταν ενδιαφέρον, προτιμότερο από το να ήταν πανέμορφη. Δεν ήταν ακριβώς συμμετρικά τα χαρακτηριστικά της-είχε στενό πιγούνι και μεγάλα ζυγωματικά. Είχε αντίθεση στα χρώματά του δέρματος της και των μαλλιών της. Και τέλος ήταν τα μάτια της, που ξεχείλιζαν από σιωπηλά μυστικά… Ματιά τα οποία με κοιτούσαν. Προσπάθησα να μαντέψω έστω και ένα από τα μυστικά που έκρυβαν. «Έβαλες φακούς;» ρώτησε ξαφνικά. Τι παράξενη ερώτηση. «Όχι.» σχεδόν χαμογέλασα στην ιδέα του να βελτιώσω την όρασή μου. «Α…» μουρμούρισε. «Μου φάνηκαν διαφορετικά τα μάτια σου.» Πάγωσα ξαφνικά καθώς συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν ο μόνος που προσπαθούσα να ξεκλειδώσω μυστικά. Ανασήκωσα τους ώμους μου και έστρεψα το βλέμμα μου στον καθηγητή. Φυσικά και τα μάτια μου ήταν διαφορετικά από την τελευταία φορά που με είδε. Για να προετοιμαστώ για την σημερινή δοκιμασία, το μεγαλύτερο μέρος του διημέρου το πέρασα προσπαθώντας να ικανοποιήσω την δίψα μου-βασικά το παράκανα . Παραγέμισα τον εαυτό μου με αίμα ζώων, όχι ότι βοηθούσε ιδιαίτερα στο να αντισταθώ σε αυτήν την γευστική οσμή που τριγύριζε στον αέρα. Όταν την αγριοκοίταξα την τελευταία φορά, τα μάτια μου ήταν μαύρα από τη δίψα. Τώρα,-το σώμα μου γεμάτο με αίμα-τα μάτια μου είχαν ένα πιο ζεστό χρυσό χρώμα. Ανοιχτόχρωμα, από την προσπάθεια να σβήσω ολότελα τη δίψα μου. Άλλο ένα λάθος. Αν ήξερα από πριν που θα οδηγούσε η ερώτησή της, θα απαντούσα ναι. Καθόμουν δίπλα σε ανθρώπους δύο χρόνια τώρα, και αυτή ήταν η πρώτη που με εξέτασε αρκετά ώστε να προσέξει τη διαφορά στο χρώμα των ματιών μου. Οι υπόλοιποι καθώς θαύμαζαν την ομορφιά μας, απέφευγαν τα βλέμματά μας μόλις τους κοιτούσαμε. Απέφευγαν τέτοιες λεπτομέρειες όσον αφορούσε την εμφάνιση μας, τις μπλόκαραν ενστικτωδώς για να μην καταλάβουν τι ήμασταν. Η άγνοια ήταν ευτυχία για το ανθρώπινο μυαλό. Γιατί έπρεπε να ήταν αυτό το κορίτσι που έβλεπε περισσότερα; Ο κύριος Μπάνερ πλησίασε το τραπέζι μας. Πήρα μια βαθιά ανάσα καθαρού αέρα που έφερε μαζί του πριν μολυνθεί από την οσμή της. «Λοιπόν, Έντουαρντ,» είπε κοιτώντας τις απαντήσεις μας, «δεν νομίζεις πως θα έπρεπε και η Ιζαμπέλλα να έχει μια ευκαιρία με το μικροσκόπιο;» «Μπέλλα,» τον διόρθωσα αυτόματα. «Βασικά αναγνώρισε τα τρία από τα πέντε.» Άκουγα τους συλλογισμούς του καθώς γύρισε να κοιτάξει το κορίτσι. «Έχεις ξανακάνει αυτό το εργαστήριο;» Παρακολουθούσα, με προσδοκία, καθώς η Μπέλλα χαμογέλασε, με μια ελαφρά ένοχη έκφραση. «Όχι με ρίζα κρεμμυδιού.» «Βλαστίδιο κορηγόνου;» ρώτησε ο κύριος Μπάνερ. «Ναι.» Αυτό τον εξέπληξε. Το σημερινό εργαστήριο ήταν κάτι που είχε πάρει από πιο προχωρημένα μαθήματα. Έγνεψε σκεφτικά στο κορίτσι. «Ήσουν σε προχωρημένο πρόγραμμα στο Φοίνιξ;» «Ναι.» Ήταν προχωρημένη, έξυπνη για άνθρωπο. Αυτό δεν με εξέπληξε. «Λοιπόν,» είπε ο κύριος Μπάνερ, σουφρώνοντας τα χείλη του. «Υποθέτω πως είναι καλό που είστε συνεργάτες.» Γύρισε, και προχωρώντας μουρμούρισε. «Για να έχουν και την ευκαιρία να μάθουν κάτι και τα υπόλοιπα παιδιά.» Αμφέβαλλα πως το κορίτσι τον άκουσε. Άρχισε πάλι να σχεδιάζει αφηρημένα. Δυο λάθη μέχρι στιγμής. Πολύ κακό από μέρους μου. Αν και δεν είχα ιδέα για την γνώμη του κοριτσιού για εμένα-ποσο φοβόταν, πόσα υποπτευόταν-ήξερα πως έπρεπε να καλυφτώ καλύτερα ώστε να την αφήσω με διαφορετική εντύπωση. Έπρεπε να καταπνίξω τις αναμνήσεις της, από την τελευταία μας συνάντηση. «Κρίμα για το χιόνι, ε;» Είπα, επαναλαμβάνοντας το βαρετό θέμα που είχα ήδη ακούσει σε δεκάδες συζητήσεις. Ένα μονότονο, συνηθισμένο θέμα. Ο καιρός-πάντα ασφαλές. Με κοίταξε με προφανή αμφιβολία στα μάτια της-ασυνήθιστη αντίδραση για τα πολύ συνηθισμένα λόγια μου. «Όχι ιδιαίτερα,» είπε εκπλήσσοντας με ξανά. Προσπάθησα να επαναφέρω την συζήτηση. Αυτή ήταν από ένα πιο ηλιόλουστο και ζεστό μέρος-το δέρμα κατά κάποιον τρόπο το αντανακλούσε αυτό κι ας ήταν άσπρη-και το κρύο θα έπρεπε να την κάνει να νιώθει άβολα. Όπως και το παγωμένο μου άγγιγμα… «Δεν σου αρέσει το κρύο,» μάντεψα. «Ούτε η υγρασία», συμφώνησε. «Τότε το Φόρκς θα πρέπει να είναι δύσκολο μέρος για να μένεις.» Ίσως δεν θα έπρεπε να είχες έρθει εδώ, ήθελα να προσθέσω. Ίσως θα έπρεπε να πας πίσω από όπου ήρθες. Δεν ήμουν σίγουρος όμως πως το ήθελα αυτό. Πάντα θα θυμόμουν την οσμή της-υπήρχε καμία εγγύηση πως δεν θα την ακολουθούσα; Εξάλλου, αν έφευγε, το μυαλό της θα παρέμενε ένα μυστήριο. Ένα ενοχλητικό πάζλ. «Δεν έχεις ιδέα,» είπε με χαμηλή φωνή, κοιτώντας πέρα από εμένα για μια στιγμή. Οι απαντήσεις της δεν ήταν ποτέ αυτό που περίμενα. Με έκαναν να θέλω να ρωτήσω κι άλλα. «Τότε γιατί ήρθες εδώ;» Απαίτησα, συνειδητοποιώντας ότι ο τόνος μου παραήταν κατηγορηματικός, όχι αρκετά χαλαρός για συζήτηση. Η ερώτησή μου ακούστηκε αγενής, αδιάκριτη. «Είναι…μπερδεμένο.» Ανοιγόκλεισε τα μάτια της, αφήνοντας εκεί την συζήτηση. Εγώ σχεδόν θα έσκαγα από περιέργεια-η οποία με έκαιγε όσο και η δίψα τον λαιμό μου. Βασικά, συνειδητοποίησα ότι ήταν λίγο πιο εύκολο να αναπνέω. Η οικειότητα έκανε τον πόνο πιο υποφερτό. «Νομίζω πως θα καταλάβω,» επέμενα. Ίσως από ευγένεια να απαντούσε στις ερωτήσεις μου μιας και ήμουν αρκετά αγενής να τις ρωτήσω. Κοίταξε τα χέρια της σιωπηλά. Αυτό με έκανε ανυπόμονο. Ήθελα να απλώσω το χέρι μου και να της σηκώσω το κεφάλι για να μπορούσα να διάβαζα τα μάτια της. Αλλά θα ήταν χαζό από μέρους μου-επικίνδυνο-να ακουμπούσα πάλι το δέρμα της. Ξαφνικά σήκωσε το βλέμμα της. Ένιωσα ανακούφιση που μπορούσα να βλέπω πάλι τα συναισθήματα στα μάτια της. Μίλησε βιαστικά. «Η μαμά μου ξαναπαντρεύτηκε.» Α, αυτό ήταν ανθρώπινο και εύκολο να καταλάβω. Μια θλίψη διαπέρασε τα ξεκάθαρα της μάτια και ξαναεμφανίστηκε η ρυτίδα στο μέτωπό της. «Δεν μου ακούγεται και πολύ μπερδεμένο,» είπα. Η φωνή μου ήταν μαλακή χωρίς να προσπαθήσω για να την κάνω έτσι. Η θλίψη της με έκανε να νιώθω ασυνήθιστα αβοήθητος, και ευχόμουν να μπορούσα να κάνω κάτι για να νιώσει καλύτερα. Παράξενη παρόρμηση. «Πότε έγινε αυτό;» | |
| | | Leia the werewolf twilight 4 ever
Αριθμός μηνυμάτων : 172 Reputation : 0 Ημερομηνία εγγραφής : 14/08/2009 Ηλικία : 28 Τόπος : La-Pous
| Θέμα: Απ: 2ο κεφαλαιο Παρ 14 Αυγ 2009 - 19:54 | |
| «Τον περασμένο Σεπτέμβρη.» Αναστέναξε βαθιά. Κράτησα την αναπνοή μου καθώς η ζεστή της αναπνοή χτένισε το πρόσωπό μου. «Και δεν τον συμπαθείς,» μάντεψα, ψαρεύοντας για περισσότερες πληροφορίες. «Όχι, ο Φίλ είναι μια χαρά,» είπε, διορθώνοντας την εικασία μου. Υπήρχε ίχνος ενός χαμόγελου στις άκρες των γεμάτων χειλιών της. «Ίσως να είναι λίγο νέος, αλλά είναι αρκετά καλός.» Αυτό δεν ταίριαζε με το σενάριο που είχα δημιουργήσει. «Γιατί δεν έμεινες μαζί τους;» Ρώτησα, ακουγόμουν λίγο περίεργος. Σαν να ήμουν αδιάκριτος. Που ήμουν-για να είμαι ειλικρινής. «Ο Φίλ ταξιδεύει πολύ. Παίζει μπάλα για επάγγελμα.» Το μικρό χαμόγελο έγινε πιο προφανές-η σκέψη της καριέρας του την διασκέδαζε. Χαμογέλασα κι εγώ χωρίς να το αποφασίσω. Δεν προσπαθούσα να την κάνω να νιώσει πιο άνετα. Το χαμόγελο της με έκανε κι εμένα να χαμογελάσω-να μάθω κι εγώ το μυστικό. «Τον έχω ακουστά;» Σκεφτόμουν κάθε επαγγελματία παίκτη, αναρωτώμενος ποιος απʼόλους ήταν ο Φίλ.… «Μάλλον όχι. Δεν παίζει καλά.» Άλλο ένα χαμόγελο. «Χαμηλές κατηγορίες. Μετακινείται συνεχώς.» Το σενάριο στο μυαλό μου άλλαξε αμέσως, άρχισα να σκέφτομαι για άλλες πιθανότητες. «Και η μαμά σου σε έστειλε εδώ για να μπορεί να ταξιδεύει μαζί του,» είπα. Το να κάνω υποθέσεις φαινόταν να μου δίνει περισσότερες πληροφορίες απʼότι οι ερωτήσεις μου. Και πάλι είχε αποτέλεσμα. Η έκφραση της πείσμωσε. «Όχι, δεν με έστειλε αυτή εδώ,» είπε, και ή φωνή της είχε αποκτήσει έναν νέο σκληρό τόνο. Η εικασία μου την είχε αναστατώσει, αν και δεν έβλεπα το γιατί. «Εγώ έστειλα τον εαυτό μου.» Δεν μπορούσα να καταλάβω το νόημα πίσω από τα λόγια της. Ήμουν εντελώς χαμένος. Και τα παράτησα. Δεν υπήρχε τρόπος να το καταλάβω αυτό το κορίτσι. Δεν ήταν σαν τους υπόλοιπους ανθρώπους. Ίσως η σιωπή των σκέψεών της, το άρωμα της, να μην ήταν τα μόνα ασυνήθιστα πάνω της. «Δεν καταλαβαίνω,» παραδέχτηκα. Αναστέναξε, και με κοίταξε στα μάτια για περισσότερο απʼότι άντεχαν οι κανονικοί άνθρωποι. «Έμενε μαζί μου στην αρχή, αλλά της έλειπε,» εξήγησε αργά, ο τόνος της γινόταν όλο και πιο θλιβερός με κάθε λέξη. «Την έκανε δυστυχισμένη… και έτσι αποφάσισα ότι ήταν καιρός να περάσω λίγο χρόνο με τον Τσάρλυ.» Η ρυτίδα στο μέτωπό της έγινε πιο βαθιά. «Αλλά τώρα εσύ είσαι δυστυχισμένη,» μουρμούρισα. Δεν μπορούσα να μην λέω τις υποθέσεις μου φωναχτά, καθώς έλπιζα να μάθω περισσότερα από τις αντιδράσεις της. Τώρα όμως φαινόταν πως δεν είχα πέσει και πολύ έξω. «Και;» είπε, σαν να μην το θεωρούσε αρκετά σημαντικό ως παράγοντα για να το λάβει υπόψη. Συνέχιζα να κοιτάζω μέσα στα μάτια της, νιώθοντας πως επιτέλους κατάφερα να δω έστω για λίγο μέσα στην ψυχή της. Είδα με αυτήν την μοναδική λέξη, που κατέτασσε τον εαυτό της ανάμεσα στους άλλους. Αντίθετα με τους υπόλοιπους ανθρώπους, οι δικές της ανάγκες βρίσκονταν στο τέλος της λίστας. Ήταν ανιδιοτελής. Καθώς το είδα αυτό, το μυστήριο του ανθρώπου που κρυβόταν μέσα σε αυτό το σιωπηλό μυαλό άρχισε να ξεδιαλύνει λίγο. «Αυτό δεν φαίνεται δίκαιο,» είπα. Ανασήκωσα και τους ώμους μου προσπαθώντας να φανώ χαλαρός, προσπαθώντας να κρύψω την ένταση της περιέργειάς μου. Γέλασε χωρίς χιούμορ. «Δεν σου το έχει πει κανείς; Η ζωή δεν είναι δίκαιη.» Ήθελα να γελάσω με τα λόγια της, αν και δεν μου φάνηκαν αστεία. Ήξερα και εγώ κάτι λίγα για τις αδικίες της ζωής. «Πιστεύω πως το έχω ακούσει κάπου αυτό.» Ανταπέδωσε το βλέμμα μου και φάνηκε μπερδεμένη πάλι. Έστρεψε αλλού το βλέμμα της αλλά τα μάτια της ξαναγύρισαν στα δικά μου. «Οπότε, αυτό είναι όλο.» Μου είπε. Αλλά δεν ήμουν έτοιμος να λήξω την συζήτηση. Η μικρή ρυτίδα στο μέτωπό της με ενοχλούσε, ένα υπόλειμμα λύπης. Ήθελα να την διώξω, αλλά φυσικά δεν μπορούσα να την ακουμπήσω . Δεν ήταν ασφαλές από πολλές πλευρές. «Το κρύβεις καλά.» Μίλησα αργά, αναλύοντας ακόμα την επόμενή μου υπόθεσή. «Αλλά βάζω στοίχημα ότι υποφέρεις περισσότερο απʼότι δείχνεις.» Έκανε μια γκριμάτσα, τα μάτια της στένεψαν και μόρφασε, καθώς γύρισε για να προσέξει στο μάθημα. Δεν της άρεσε που μάντευα σωστά. Δεν ήταν ο κοινός «μάρτυρας»-δεν ήθελε κοινό για τον πόνο της. «Κάνω λάθος;» Αντέδρασε, αλλά έκανε πως δεν με άκουγε. Αυτό με έκανε να χαμογελάσω. «Το περίμενα.» «Εσένα τι σε ενδιαφέρει;» απαίτησε, χωρίς να με κοιτάει. «Καλή ερώτηση,» παραδέχτηκα, πιο πολύ στον εαυτό μου παρά σαν απάντηση. Η δική της ενόραση ήταν καλύτερη από τη δική μου-είδε κατευθείαν στον πυρήνα των πραγμάτων, καθώς εγώ βρισκόμουν ακόμα στις άκρες ψάχνοντας στα τυφλά για στοιχεία. Οι λεπτομέρειες της-πολύ ανθρώπινης- ζωής της, δεν θα έπρεπε να με ενδιαφέρουν. Ήταν λάθος να νοιαζόμουν για το τι σκεφτόταν. Πέρα από το για να προστατέψω την οικογένεια μου από υποψίες, οι ανθρώπινες σκέψεις ήταν ασήμαντες. Δεν είχα συνηθίσει να είμαι ο λιγότερο ενορατικός σε οποιαδήποτε περίπτωση. Βασιζόμουν στην δεύτερη ακοή μου υπερβολικά-προφανώς δεν ήμουν τόσο διορατικός όσο νόμιζα. Το κορίτσι αναστέναξε και κοίταξε μπροστά της. Κάτι στην ενοχλημένη της έκφραση μου φαινόταν κωμικό. Η όλη κατάσταση, η όλη συζήτηση ήταν κωμική. Κανείς δεν είχε βρεθεί σε μεγαλύτερο κίνδυνο από εμένα απʼότι αυτό το κορίτσι-οποιαδήποτε στιγμή, αποσπασμένος από την γελοία μου απορρόφηση στην συζήτηση, θα μπορούσα να αναπνεύσω από την μύτη μου και να της επιτεθώ πριν μπορέσω να σταματήσω τον εαυτό μου-και αυτή ήταν ενοχλημένη επειδή δεν είχα απαντήσει στην ερώτησή της. «Σε ενοχλώ;» Ρώτησα, χαμογελώντας στον παραλογισμό του όλου θέματος. Με κοίταξε γρήγορα και το βλέμμα της παγιδεύτηκε στο δικό μου. «Όχι ακριβώς,» μου είπε. «Είμαι πιο πολύ ενοχλημένη με τον εαυτό μου. Το πρόσωπό μου είναι τόσο εύκολο να το διαβάσει κανείς-η μαμά μου με αποκαλεί το ανοιχτό της βιβλίο.» Μόρφασε.
Την κοιτούσα έκπληκτος. Ο λόγος που ήταν αναστατωμένη ήταν επειδή νόμιζε ότι την διάβαζα πολύ εύκολα. Τι παράξενο. Δεν είχα καταβάλει ποτέ τόση μεγάλη προσπάθεια για να καταλάβω κάποιον σε όλη μου τη ζωή-ή μάλλον ύπαρξη, καθώς ζωή δεν ήταν η κατάλληλη λέξη. Δεν είχα πραγματικά μια ζωή. «Αντιθέτως,» διαφώνησα, νιώθοντας ιδιαίτερα.. προσεκτικός., σαν να υπήρχε κάποιος κρυμμένος κίνδυνος που αδυνατούσα να δώ. Ξαφνικά ήμουν σφιγμένος, το προαίσθημα με άγχωνε. «Μου είναι πολύ δύσκολο να σε διαβάσω.» «Πρέπει να διαβάζεις καλά τους άλλους, τότε.» Μάντεψε, κάνοντας δικές της υποθέσεις οι οποίες ήταν , και πάλι, εύστοχες. «Συνήθως,» συμφώνησα. Της χαμογέλασα πλατιά αφήνοντας τα χείλη μου να αποκαλύψουν τα γυαλιστερά κοφτερά μου δόντια. Ήταν ανόητο, αλλά ξαφνικά ένιωσα την ανάγκη να δώσω στο κορίτσι κάποιου είδους προειδοποίηση. Το σώμα της ήταν πιο κοντά από πριν, καθώς μετακινήθηκε ασυνείδητα κατά την διάρκεια της συζήτησής μας. Όλα τα μικρά σημάδια που υπήρχαν για να φοβίζουν τους ανθρώπους, δεν φαινόταν να πιάνουν σε αυτήν. Γιατί δεν με απέφευγε από τον φόβο; Σίγουρα είχε δει αρκετά από την σκοτεινή μου πλευρά για να συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο, διορατική όπως ήταν. Δεν μπόρεσα να δώ αν η προειδοποίησή μου είχε αποτέλεσμα. Ο κύριος Μπάνερ ζήτησε την προσοχή μας εκείνη τη στιγμή και αμέσως τράβηξε το βλέμμα της. Φάνηκε ανακουφισμένη από την διακοπή, οπότε ίσως να πέρασε το μήνυμα, έστω και ασυνείδητα. Το έλπιζα. Αναγνώρισα την γοητεία που μεγάλωνε μέσα μου, καθώς προσπαθούσα να την ξεριζώσω. Δεν έπρεπε να βρίσκω την Μπέλλα Σουάν ενδιαφέρουσα. Ή μάλλον για αυτήν δεν θα έπρεπε. Ήδη, ανυπομονούσα για άλλη μια ευκαιρία να της μιλήσω. Ήθελα να μάθω περισσότερα για την μητέρα της, την ζωή της πριν έρθει εδώ, την σχέση της με τον πατέρα της. Όλες τις ασήμαντες λεπτομέρειες που θα με βοηθούσαν να την καταλάβω περισσότερο. Όμως κάθε δευτερόλεπτο που περνούσα μαζί της ήταν λάθος, ένα ρίσκο που δεν θα έπρεπε να παίρνω. Απερίσκεπτα, τίναξε τα μαλλιά της την στιγμή που επέτρεψα στον εαυτό μου να πάρει αέρα. Ένιωσα ένα κύμα της οσμής της στον λαιμό μου. Ήταν σαν την πρώτη μέρα. Ο πόνος της στεγνής φωτιάς με ζάλισε. Έπρεπε να γραπώσω το τραπέζι για να κρατηθώ στην θέση μου. Αυτή τη φορά είχα λίγο περισσότερο έλεγχο. Τουλάχιστον δεν έσπασα τίποτα. Το τέρας μέσα μου γρύλιζε, αλλά δεν ευχαριστήθηκε τον πόνο μου. Ήταν πολύ σφιχτά δεμένο. Για τώρα. Σταμάτησα να αναπνέω τελείως και έγειρα όσο πιο μακριά από το κορίτσι μπορούσα. | |
| | | Leia the werewolf twilight 4 ever
Αριθμός μηνυμάτων : 172 Reputation : 0 Ημερομηνία εγγραφής : 14/08/2009 Ηλικία : 28 Τόπος : La-Pous
| Θέμα: Απ: 2ο κεφαλαιο Παρ 14 Αυγ 2009 - 19:54 | |
| Όχι. Δεν είχα περιθώρια να την θεωρώ ενδιαφέρουσα. Όσο πιο ενδιαφέρουσα την έβρισκα, τόσο πιο πιθανό ήταν να την σκοτώσω. Ήδη έκανα δύο μικρά λάθη σήμερα. Θα έκανα και τρίτο που δεν θα ήταν ασήμαντο; Μόλις χτύπησε το κουδούνι, σηκώθηκα βιαστικά από την καρέκλα μου-μάλλον, καταστρέφοντας όποια εντύπωση ευγένειας της είχα δώσει την τελευταία ώρα. Πάλι, ανέπνευσα τον καθαρό αέρα σαν να τον είχα πραγματικά ανάγκη. Βιάστηκα για να μεγαλώσω, όσο δυνατόν περισσότερο, την απόσταση μου από το κορίτσι. Ο Έμετ με περίμενε έξω από την αίθουσα Ισπανικών. Είδε την άγρια έκφρασή μου για μια στιγμή.
...Πώς πήγε; Ρώτησε επιφυλακτικά. «Δεν πέθανε κανείς,» μουρμούρισα. ...Υποθέτω πως και αυτό κάτι είναι. Όταν είδα την Άλις να παρατάει το μάθημα στο τέλος, νόμιζα… Καθώς μπαίναμε στην τάξη, είδα στην ανάμνηση του πριν από λίγο μέσα από την ανοιχτή πόρτα της τάξης του: Η Άλις να περπατάει γρήγορα προς το κτίριο επιστημών με μια κενή έκφραση στο πρόσωπό της. Ένιωσα την ανάμνηση της θέλησης του να την ακολουθήσει, αλλά και την απόφασή του να μείνει. Αν η Άλις χρειαζόταν την βοήθεια του, θα την ζητούσε. Έκλεισα τα μάτια μου έντρομος και αηδιασμένος καθώς έκατσα στην θέση μου. «Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ήταν τόσο κοντά. Δεν νόμιζα πως θα… Δεν είδα ότι ήταν τόσο άσχημα,» ψιθύρισα. Δεν ήταν, με επιβεβαίωσε. Δεν πέθανε κανείς, σωστά; «Σωστά,» είπα μέσα από τα δόντια μου. «Τουλάχιστον όχι αυτή τη φορά.» Ίσως γίνει πιο εύκολο. «Ίσως.» Ίσως και να την σκοτώσεις. Σήκωσε τους ώμους του. Δεν θα ήσουν ο πρώτος που θα έκανες λάθος. Κανείς δεν θα σε κρίνει αυστηρά. Καμιά φορά άπλα, κάποιοι άνθρωποι μυρίζουν υπερβολικά ωραία. Είμαι εντυπωσιασμένος που άντεξες τόσο. «Δεν βοηθάς Έμετ.» Ήμουν αηδιασμένος από την αποδοχή του στην ιδέα να σκοτώσω την κοπέλα, που ήταν για κάποιο λόγο αναπόφευκτο. Αυτή έφταιγε που μύριζε τόσο ωραία; Ξέρω πότε συνέβη σε εμένα…, αναπόλησε, ταξιδεύοντας με μαζί του, μισό αιώνα πίσω, όπου μια γυναίκα μέσης ηλικίας μάζευε την μπουγάδα της κοντά σε μηλιές. Το άρωμα των μήλων ήταν έντονο στον αέρα. Μια νέα μυρωδιά υπήρχε στο φόντο του αρώματος και έδεναν αρμονικά μαζί. Ο Έμετ προχωρούσε απλά προχωρούσε-μαλλον προς κάποια αγγαρεία για την Ρόζαλι. Ο ουρανός ήταν μωβ και σε κάποια σημεία πορτοκαλί. Θα συνέχιζε τον δρόμο του και δεν θα υπήρχε λόγος να θυμάται εκείνο το απόγευμα, μόνο που ένα αεράκι φύσηξε την μπουγάδα της γυναίκας και τον τύλιξε η οσμή της γυναίκας. «Αχ,» βόγκηξα χαμηλόφωνα. Σαν να μην έφτανε η ανάμνηση της δικής μου δίψας. Ξέρω. Δεν κράτησε πάνω από ένα λεπτό. Δεν σκέφτηκα καν να αντισταθώ. Η ανάμνησή του παράγινε περιγραφική για να την αντέξω. Σηκώθηκα στα πόδια μου, σφίγγοντας τα δόντια μου με δύναμη αρκετή για να κόψουν ατσάλι. «Esta bien, Edward?»* Ρώτησε η καθηγήτρια Γκόφ, ξαφνιασμένη από την απότομη μου κίνηση. «Emmet por favor, puedas tu ayuda tu hermano?»** Ρώτησε δείχνοντας με καθώς εγώ έφευγα από το δωμάτιο. «Ασφαλώς,» τον άκουσα να λέει και ήταν ακριβώς πίσω μου. Με ακολούθησε ως την άκρη του κτιρίου, όπου με σταμάτησε βάζοντας το ένα χέρι του σ τον ώμο μου. Έδιωξα το χέρι του με περιττή δύναμη. Αυτή η κίνηση θα θρυμμάτιζε τα κόκκαλα ενός ανθρώπου. «Λυπάμαι Έντουαρντ.» «Το ξέρω» πήρα μερικές βαθιές ανάσες προσπαθώντας να καθαρίσω το κεφάλι μου και τα πνευμόνια μου. «Είναι όσο άσχημα ήταν αυτό;» ρώτησε, προσπαθώντας να μην σκέφτεται την οσμή ή την γεύση της ανάμνησης-χωρις να τα καταφέρνει. «Χειρότερα, Έμετ. Χειρότερα.» Ήταν σιωπηλός για μια στιγμή. Ίσως… «Όχι, δεν θα ήταν καλύτερα αν ξεμπέρδευα. Πήγαινε πίσω στο μάθημα, Έμετ. Θέλω να μείνω μόνος.» Γύρισε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Θα έλεγε στην καθηγήτρια των Ισπανικών ή ότι ήμουν άρρωστος ή ότι έκανα κοπάνα ή ότι ήμουν ένας επικίνδυνα ανεξέλεγκτος βρικόλακας. Είχε σημασία η δικαιολογία; Ίσως να μην επέστρεφα. Ίσως έπρεπε να φύγω. Πήγα πάλι στο αυτοκίνητό μου περιμένοντας να τελειώσει το σχολείο. Για να κρυφτώ. Πάλι. Έπρεπε να ξοδέψω τον χρόνο μου για να πάρω αποφάσεις ώστε ξεδιαλύνω το θέμα. Αλλά σαν εθισμένος που ήμουν, βρήκα τον εαυτό μου να ψάχνει ανάμεσα την μουρμούρα των κτιρίων. Οι οικείες φωνές ξεχώριζαν αλλά δεν ήθελα να ακούσω στα οράματα της Άλις ή τα παράπονα της Ρόζαλι. Βρήκα εύκολα την Τζέσικα, αλλά δεν βρισκόταν με το κορίτσι, οπότε συνέχισα να ψάχνω. Βρήκα τις σκέψεις του Μάικ και την εντόπισα επιτέλους μαζί του στην γυμναστική. Δεν ήταν χαρούμενος επειδή της είχα μιλήσει σήμερα στην Βιολογία. Ανέλυε την απάντηση που του είχε δώσει όταν της το ανέφερε…
...Δεν τον έχω δει να μιλάει σε κανέναν για περισσότερο από μια λέξη από δω και από κει. Φυσικά και θα αποφάσιζε ότι η Μπέλλα ήταν ενδιαφέρουσα. Δεν μου αρέσει ο τρόπος που την κοιτάζει. Αλλά και αυτή δεν φαίνεται ιδιαίτερα ενθουσιασμένη μαζί του. Τι είχε πει; «Αναρωτιέμαι τι τον είχε πιάσει την προηγούμενη Δευτέρα.» κάτι τέτοιο. Δεν έμοιαζε σαν να την ένοιαζε. Δεν θα ήταν και καμιά τρομερή συζήτηση… Μιλώντας στον εαυτό του προσπαθούσε να φτιάξει την διάθεσή του. Τον χαροποιούσε το γεγονός ότι η Μπέλλα φαινόταν αδιάφορη για συζήτηση που είχα μαζί της. Αυτό με ενοχλούσε περισσότερο απʼότι θα έπρεπε, οπότε σταμάτησα να ακούω. Έβαλα ένα cd δυνατής μουσικής στο στέρεο και ανέβασα την ένταση τόσο, ώστε να πνιχτούν τα μουρμουρητά. Έπρεπε να συγκεντρωθώ σκληρά στην μουσική για να μην μπω στον πειρασμό να ακούσω τις σκέψεις του Μάικ για να μην κατασκοπεύσω το κορίτσι… Έκλεβα κάνα δύο φορές, καθώς κόντευε να τελειώσει η ώρα. Δεν την κατασκόπευα, προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου. Απλά προετοιμαζόμουν. Ήθελα να ξέρω ακριβώς πότε θα έφευγε από τη γυμναστική, πότε θα έφτανε στο παρκινγκ. Δεν ήθελα να με εκπλήξει. Καθώς οι μαθητές άρχισαν να βγαίνουν από το γυμναστήριο, βγήκα από το αυτοκίνητό μου, χωρίς να είμαι σίγουρος γιατί το έκανα. Η βροχή ήταν ψιλή-την αγνόησα καθώς αυτή κατακαθόταν στα μαλλιά μου. Ήθελα να με δει εδώ; Έλπιζα ότι θα ερχόταν να μου μιλήσει; Τι έκανα; Δεν μετακινήθηκα, αν και προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου να επιστρέψει στο αυτοκίνητο, γνωρίζοντας πως η συμπεριφορά μου ήταν αμφισβητήσιμη. Δίπλωσα τα χέρια μου μπροστά στο στερνό μου και ανέπνεα ρηχά καθώς την έβλεπα να προχωράει αργά προς το μέρος μου, με μια μικρή γκριμάτσα στο πρόσωπό της. Δεν με κοίταξε. Μόνο μερικές φορές σήκωσε το κεφάλι της κοιτώντας τα σύννεφα με έναν μορφασμό σαν να την πρόσβαλλαν. Απογοητεύτηκα όταν έφτασε στο αυτοκίνητό της πριν με περάσει. Θα μου είχε μιλήσει; Θα της είχα μιλήσει εγώ; Μπήκε στο σκουριασμένο της φορτηγό-που ήταν πιο μεγάλο και από τον πατέρα της. Την είδα να το βάζει μπρός-η παλιά μηχανή του γρύλισε δυνατότερα από κάθε άλλο όχημα στο παρκινγκ- και άπλωσε τα χέρια της προς τους θερμαντήρες. Το κρύο της ήταν άβολο-δεν της άρεζε. Χτένισε τα μαλλιά της με τα δάχτυλά της σαν να ήθελε με την ζέστη να τα στεγνώσει. Φαντάστηκα πως θα μύριζε μέσα στο φορτηγό της και γρήγορα έδιωξα την σκέψη. Κοίταξε γύρω της σαν καθώς ήταν έτοιμη να ξεκινήσει το αυτοκίνητο και τελικά με βρήκε το βλέμμα της. Με κοίταξε για μισό δευτερόλεπτο, και το μόνο που μπορούσα να διαβάσω στα μάτια της ήταν έκπληξη, πριν τραβήξει το βλέμμα της για να κάνει όπισθεν. Και τότε φρέναρε απότομα καθώς το πίσω μέρος του φορτηγού παρά τρίχα δεν χτύπησε με το όχημα του Έριν Τίγκ. Κοίταξε στον καθρέφτη της και είχε μια ενοχλημένη έκφραση. Όταν το άλλο όχημα πέρασε, τσέκαρε δύο φορές και μετά άρχισε να κάνει όπισθεν με τόση προσοχή μου με έκανε να χαμογελάσω. Ήταν σαν νόμιζε πως ήταν επικίνδυνη με το φορτηγό της. Η σκέψη ότι η Μπέλλα Σουάν θα μπορούσε να είναι επικίνδυνη για οποιονδήποτε, άσχετα με το τι οδηγούσε, με έκανε να γελάσω, καθώς το κορίτσι με πέρασε οδηγώντας-το βλέμμα της καρφωμένο ευθεία.
(*Είσαι καλά Έντουαρντ?) (**Έμετ, σε παρακαλώ, μπορείς να βοηθήσεις τον αδερφό σου?) | |
| | | | 2ο κεφαλαιο | |
|
Παρόμοια θέματα | |
|
| Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή | Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
| |
| |
| |