Το τηλέφωνο στην τσέπη μου δόνησε ξανά. Ήταν η 25η φορά μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Σκέφτηκα να άνοιξω το τηλέφωνο, να δω τουλάχιστον ποιος προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί μου. Ίσως ήταν σημαντικό. ʽΙσως ο Καρλάιλ με χρειαζόταν.
Το σκέφτηκα αλλά δεν κινήθηκα.
Δεν ήμουν ακριβώς σίγουρος για το που βρισκόμουν. Σε κάποια σκοτεινή, ανατριχιαστική σοφίτα, γεμάτη από αρουραίους και αράχνες. Οι αράχνες με αγνοούσαν, και οι αρουραίοι μου έδιναν ευρύ χώρο. Ο αέρας ήταν γεμάτος με βαριές μυρωδιές μαγειρεμένου λαδιού, δύσοσμου κρέατος, ανθρώπινου ιδρώτα, και το σχεδόν συμπαγές στρώμα ρύπανσης που ήταν πραγματικά ορατό στον υγρό αέρα, σαν μια μαύρη ομίχλη πάνω απʼ όλα.
Κάτω από μένα, τέσσερα πατώματα μιας ετοιμόρροπης πολυκατοικίας στο γκέτο έσφυζαν από ζωή. Δε με ενοχλούσε να ξεχωρίζω τις σκέψεις από τις φωνές – έκαναν μια μεγάλη, δυνατή, Ισπανική βοή που δεν άκουγα. Απλά άφηνα τους ήχους να αναπηδούν από μένα. Ασήμαντα. Όλα ήταν ασήμαντα. Η ίδια μου η ύπαρξη ήταν ασήμαντη.
Όλος μου ο κόσμος ήταν ασήμαντος.
Το μέτωπό μου πιέστηκε ενάντια στα γόνατά μου, και αναρωτήθηκα για πόσο καιρό ακόμα θα μπορούσα να το αντέξω. Ίσως να ήταν ανέλπιδο. Ίσως, αν η προσπάθεια μου ήταν καταδικασμένη να αποτύχει ούτως ή άλλως, θα έπρεπε να σταματήσω να βασανίζω τον εαυτό μου και απλά να γυρίσω πίσω…
Η ιδέα ήταν τόσο ισχυρή, τοσό θεραπευτική – σαν τα λόγια να εμπεριείχαν ένα δυνατό αναισθητικό, παίρνοντας μακριά το βουνό του πόνου κάτω από το οποίο ήμουν θαμμένος – αυτό με έκανε να αγκομαχήσω, με έκανε ζαλισμένο.
Μπορούσα να φύγω τώρα, μπορουσα να γυρίσω πίσω.
Το πρόσωπο της Μπέλλα, πάντα πίσω από τις βλεφαρίδες των ματιών μου, μου χαμογέλασε.
Ήταν το χαμόγελο καλωσορίσματος, συγχώρεσης, αλλά δεν είχε το αποτέλεσμα που το υποσυνείδητο μου σκόπευε να έχει.
Φυσικά δεν μπορούσα να γυρίσω πίσω. Τι ήταν ο πόνος μου, τελικά, σε σύγκριση με τη ευτυχία της; Θα έπρεπε να μπορεί να χαμογελά, ελεύθερη από τον φόβο και τον κίνδυνο. Ελεύθερη από το να επιθυμεί ένα άψυχο μέλλον. Άξιζε καλύτερα απʼ αυτό. Άξιζε καλύτερα από μενα. Όταν θα άφηνε αυτόν τον κόσμο, θα πήγαινε σε ένα μέρος, για πάντα απαγορευμένο σε μένα, άσχετα από πόσο οδηγούσα το εαυτό μου εκεί.
Η ιδέα αυτού του οριστικού αποχαιρετισμού ήταν τόσο πιο έντονη από τον πόνο που είχα ήδη. Το σώμα μου ρίγησε απʼ αυτό. Όταν η Μπέλλα πήγαινε στο μέρος που ανήκε και που εγώ ποτέ δεν θα μπορούσα, δεν θα καθυστερούσα άλλο πίσω. Θα πρέπει να υπάρχει λησμονιά. Θα πρέπει να υπάρχει ανακούφιση.
Αυτή ήταν η ελπίδα μου, αλλά δεν υπήρχαν εγγυήσεις. Να κοιμηθείς ίσως και να ονειρευτείς. Α, εδώ είναι το εμπόδιο, είπα στον εαυτό μου. Ακόμα κι όταν θα ήμουν στάχτες, θα μπορουσα με κάποιο τρόπο να υποφέρω από την απώλειά της;
Αναρρίγησα ξανά.
Και, να πάρει, το υποσχέθηκα. Της υποσχέθηκα ότι δεν θα στοίχειωνα τη ζωή της ξανά, φέρνοντας τους μαύρους δαίμονες σʼ αυτή. Δεν θα έπαιρνα πίσω το λόγο μου. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα σωστό γιʼ αυτήν; Τίποτα απολύτως; Η ιδέα της επιστροφής σε αυτην την μικρή συννεφιασμένη πόλη που πάντα θα είναι το αληθινό μου σπίτι σε αυτόν τον πλάνήτη εισέβαλλε μέσα στις σκέψεις μου ξανά.
Απλά για να ελέγξω. Απλά για να δω αν ήταν καλά και ασφαλής και ευτυχισμένη. Όχι για να επέμβω. Δεν θα μάθει ποτέ ότι ήμουν εκεί.
Όχι. Να πάρει, όχι.
Το τηλέφωνο δόνησε ξανά.
«Να πάρει, να πάρει, να πάρει», γρύλισα.
Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω την περίσπαση, υποθέτω. Άνοιξα το τηλέφωνο και αντίκρυσα τα νούμερα με την πρώτη έκπληξη που ένοιωσα εδώ και μισό χρόνο. Γιατί η Ρόζαλι με καλούσε; Ήταν το μόνο άτομο που πιθανόν χαιρόταν με την απουσία μου. Θα πρέπει να συμβαίνει κάτι πραγματικά άσχημο αν έπρεπε να μου μιλήσει. Ξαφνικά ανήσυχος για την οικογένεια μου, πάτησα το κουμπί της αποστολής.
«Τι;» ρώτησα έντονα.
«Ω, ουάου, ο Έντουαρντ απάντησε το τηλέφωνο. Νοιώθω τέτοια τιμή.»
Αμέσως μόλις άκουσα τον τόνο της, ήξερα πως η οικογένεια μου ήταν καλά. Θα πρέπει να βαριόταν. Ήταν δύσκολο να μαντέψω τα κίνητρά της χωρίς τις σκέψεις τις σαν οδηγό. Η Ρόζαλι ποτέ δεν έβγαζε πολύ νόημα σε μένα. Οι διαθέσεις τις συνήθως είχαν βάση στο πιο μπλεγμένο είδος λογικής.
Έκλεισα με δύναμη το τηλέφωνο.
«Άφησε με ήσυχο», ψυθίρισα σε κανέναν.
Φυσικά το τηλέφωνο δόνησε ξανά αμέσως.
Θα συνέχιζε να καλεί μέχρι να μου έδινε όποιοδήποτε μήνυμα σχεδίαζε για να με ενοχλήσει; Πιθανότατα. Θα έπαιρνε μήνες μέχρι μέχρι να κουραζόταν από αυτό το παιχνίδι. Έπαιξα με την ιδέα να την αφήνω να χτυπά το κουμπί της επανάκλησης για τον επόμενο μισό χρόνο… και τότε αναστέναξα και απάντησα το τηλέφωνο ξανά.
«Τελείωνε με αυτό.»
Η Ρόζαλι είπε βιαστικά τις λέξεις. «Νόμιζα πως θα ήθελες να μάθεις πως η Άλις είναι στο Φορκς.»
«Τι;» η φωνή μου ήταν επίπεδη, χωρίς συναίσθημα.
«Ξέρεις πως είναι η Άλις – νομίζει ότι τα ξέρει όλα. Σαν εσένα. Η Ρόζαλι γέλασε χωρίς χιούμορ. Η φωνή της είχε έναν νευρικό τόνο, σαν να ήταν ξαφνικα αβέβαιη για το τι έκανε.
Αλλά η οργή μου το έκανε δύσκολο να νοιαστώ ποιό ήταν το πρόβλημα της Ρόζαλι.
Η Άλις είχε ορκιστεί ότι θα ακολουθούσε τις ενδείξεις μου όσο αναφορά την Μπέλλα, παρόλο που δεν συμφωνούσε με την απόφασή μου. Υποσχέθηκε ότι θα άφηνε την Μπέλλα ήσυχη… για όσο καιρό το έκανα κι εγώ. Ολοφάνερα, πίστεψε ότι στο τέλος θα ενέδινα στον πόνο. Μπορεί να ήταν σωστή σε αυτό.
Αλλά δεν είχα. Ακόμα. Τότε τι έκανε στο Φορκς; Ήθελα να στρίψω τον λεπτό λαιμό της. Όχι ότι ο Τζάσπερ θα με άφηνε να την πλησιάσω, μόλις έπιανε το ελάχιστο από την οργή που εξέδιδα…
«Είσαι ακόμα εκεί, Έντουαρντ;»
Δεν απάντησα. Έσφιξα το πάνω μέρος της μύτης μου με τα δάχτυλα μου, αναρωτώμενος αν είναι ποτέ δυνατόν οι βρικόλακες να παθαίνουν ημικρανία.
Από την άλλη μεριά, αν η Άλις είχε γυρίσει…
Όχι. Όχι. Όχι. Όχι.
Είχα δώσει μια υπόσχεση. Η Μπέλλα άξιζε μια ζωή. Είχα δώσει μια υπόσχεση. Η Μπέλλα άξιζε μια ζωή.
Επαναλάμβανα τις λέξεις σαν σφυροκόπημα, προσπαθώντας να καθαρίσω το μυαλό μου από τη δελεαστική εικόνα του σκοτεινού παραθύρου της Μπέλλα. Το κατώφλι για το μοναδικό μου καταφύγιο.
Χωρίς αμφιβολία θα έπρεπε να ταπεινωθώ, αν επέστρεφα. Δεν με πείραζε αυτό. Θα μπορούσα ευχαρίστως να περάσω την υπόλοιπη δεκαετία στα γόνατα αν ήμουν μαζί της.
Όχι. Όχι. Όχι.
«Έντουαρντ; Δεν σε ενδιαφέρει γιατί η Άλις είναι εκεί;»
«Όχι ιδιαίτερα.»
Η φωνή της Ρόζαλι έγινε λιγάκι αυτάρεσκη τώρα, ευχαριστημένη, χωρίς αμφιβολία, που εξανάγκασε μια απάντηση από μένα. «Λοιπόν, φυσικά, δεν σπάει τους κανόνες ακριβώς. Εννοώ, μας προειδοποιήσες να μείνουμε μακριά από την Μπέλλα, σωστά; Το υπόλοιπο Φορκς δεν μετράει.»
Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου αργά. Η Μπέλλα είχε φύγει; Οι σκέψεις μου περιστράφηκαν γύρω από την ανεπάντεχη ιδέα. Δεν είχε αποφοιτήσει ακόμα, οπότε θα πρέπει να επέστρεψε στη μητέρα της. Αυτό ήταν καλό. Θα έπρεπε να ζει στην λιακάδα. Ήταν καλό που μπόρεσε και άφησε τις σκοτεινές σκιές πίσω της.
Προσπάθησα να καταπιώ αλλά δεν μπορούσα.
Η Ρόζαλι κελάηδησε με ένα νευρικό γέλιο. «Έτσι, δεν χρειάζεται να είσαι θυμωμένος με την Άλις.»
«Τότε γιατί μου τηλεφώνησες, Ρόζαλι, αν όχι να βάλεις την Άλις σε μπελάδες; Γιατί με ενοχλείς; Α!»
«Περίμενε!» είπε, διαισθάνοντας, αμέσως, ότι ήμουν ικανός να το κλείσω ξανά. «Δεν σου τηλεφώνησα γιʼ αυτό.»
«Τότε γιατί; Πες μου γρήγορα και μετά άφησε με ήσυχο.»
«Λοιπόν…» δίστασε.
«Πες το, Ρόζαλι. Έχεις δέκα δευτερόλεπτα.»
«Νομίζω πως πρέπει να γυρίσεις σπίτι,» είπε η Ρόζαλι βιαστικά. «Κουράστηκα την Εσμέ να θρηνεί και τον Καρλάιλ να μη γελάει πότε. Πρέπει να νιώθεις ντροπή γιʼ αυτό που έκανες σʼ αυτούς. Του Έμετ του λείπεις όλη την ώρα και μου δίνει στα νεύρα. Έχεις μια οικογένεια. Ωρίμασε και σκέψου κάτι άλλο εκτός από τον εαυτό σου.»
«Ενδιαφέρουσα συμβουλή, Ρόζαλι. Άσε με να σου πω μια ιστορία για τον τέντζερη και το καπάκι…»
«Εγώ σκέφτομαι αυτούς, σε αντίθεση με σένα. Δεν σε ενδιαφέρει πόσο πολύ πληγώνεις την Εσμέ αν όχι κανέναν άλλον Σε αγαπάει περισσότερο από τους υπόλοιπους από μας, και το ξέρεις αυτό. Έλα σπίτι.»
Δεν απάντησα.
«Σκέφτηκα πως από τη στιγμή που το όλο θέμα με το Φορκς ήταν τελειωμένο, θα το ξεπερνούσες.»
«Το Φορκς ποτέ δεν ήταν πρόβλημα, Ρόζαλι» είπα, προσπαθώντας να είμαι υπομονετικός. Αυτό που μου είπε για την Εσμέ και τον Καρλάιλ χτύπησε ένα νεύρο. «Απλώς επειδή η Μπέλλα» - ήταν δύσκολο να λέω το όνομά της δυνατά - «μετακόμισε στη Φλώριδα, δεν σημαίνει πως θα μπορούσα… Κοίτα Ρόζαλι. Αλήθεια λυπάμαι, αλλά, πίστεψέ με, δεν θα έκανε κανέναν πιο ευτυχισμένο αν ήμουν εκεί.»
«Εμ…»
Εκεί ήταν, ο νευρικός δισταγμός πάλι.
«Τι είναι αυτό που δε μου λες, Ρόζαλι; Είναι η Εσμέ εντάξει; Είναι ο Καρλάιλ – »