|
| 7.Μελωδία | |
| | Συγγραφέας | Μήνυμα |
---|
Leia the werewolf twilight 4 ever
Αριθμός μηνυμάτων : 172 Reputation : 0 Ημερομηνία εγγραφής : 14/08/2009 Ηλικία : 28 Τόπος : La-Pous
| Θέμα: 7.Μελωδία Παρ 14 Αυγ 2009 - 20:23 | |
| Έπρεπε να περιμένω όταν γύρισα στο σχολείο. Η τελευταία ώρα δεν είχε τελειώσει ακόμα. Αυτό ήταν καλό, γιατί είχα να σκεφτώ για κάποια πράγματα και χρειαζόμουν λίγο χρόνο μόνος μου. Η μυρωδιά της αιωρούνταν μέσα στο αυτοκίνητο. Κράτησα τα παράθυρα κλειστά, προσπαθώντας να συνηθίσω το συναίσθημα της σκόπιμης φωτιάς στον λαιμό μου. Δελεαστικό. Ήταν κάτι το προβληματικό να αναλύσει κανείς . Είχε τόσες πολλές πλευρές, τόσες διαφορετικές ερμηνείες και επίπεδα. Όχι το ίδιο πράγμα με την αγάπη, μάλλον κάτι πιο δυνατό. Δεν είχα ιδέα αν άρεζα στην Μπέλλα. (Η νοητική της σιωπή θα γινόταν όλο και πιο ενοχλητικά, μέχρι που θα με τρέλαινε? Ή υπήρχε ένα όριο που θα έφτανα κάποια στιγμή?) Προσπάθησα να συγκρίνω τις σωματικές αντιδράσεις της με άλλους, όπως της γραμματέως και της Τζέσικα Στάνλεϋ, αλλά η σύγκριση ήταν αναποτελεσματική. Τα ίδια σημάδια – η αλλαγή στους παλμούς της καρδιάς και της αναπνοής – μπορεί εύκολα να σήμαιναν φόβο ή σοκ ή ανησυχία, όπως και ενδιαφέρον. Έμοιαζε απίθανο ότι η Μπέλλα θα μπορούσε να κάνει τις ίδιες σκέψεις που η Τζέσικα Στάνλεϋ συνήθιζε να κάνει. Στο κάτω-κάτω, η Μπέλλα ήξερε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με εμένα, ακόμα κι αν δε γνώριζε τι ακριβώς ήταν αυτό. Είχε αγγίξει το παγωμένο μου δέρμα και μετά είχε τραβήξει το δικό της μακριά. Και όμως… καθώς θυμόμουν εκείνες τις φαντασιώσεις που με απωθούσαν, αλλά με την Μπέλλα στην θέση της Τζέσικα… Άρχισα να αναπνέω πιο γρήγορα και η φωτιά έκαιγε τον λαιμό μου από πάνω ως κάτω. Και αν ήταν η Μπέλλα που με φανταζόταν με τα χέρια μου τυλιγμένα γύρω από το εύθραυστο κορμί της? Αν με ένιωθε να την κρατάω σφιχτά στο στερνό μου και να έβαζα το χέρι μου κάτω από το πιγούνι της? Αν απομάκρυνα απαλά τη βαριά κουρτίνα των μαλλιών της από το αναψοκοκκινισμένο της πρόσωπο? Αν ένιωθα το σχήμα των γεμάτων χειλιών της, με τα δάχτυλά μου? Αν έγερνα το πρόσωπό μου κοντά στο δικό της, τόσο ώστε να μπορούσα να αισθανθώ την θερμότητα της ανάσας της στο στόμα μου; Αν πλησίαζα ακόμα πιο κοντά… Αποτραβήχτηκα απότομα από το ονειροπόλημα αυτό, γνωρίζοντας, όπως γνώριζα και όταν η Τζέσικα έκανε αυτές τις φαντασιώσεις, τι θα γινόταν αν ήμουν τόσο κοντά της. Η έλξη ήταν ένα απίστευτο δίλημμα, γιατί ήδη μου ήταν ελκυστική η Μπέλλα με τον χειρότερο τρόπο. Ήθελα να με θεωρεί ελκυστικό η Μπέλλα, γυναίκα προς άντρα? Αυτή ήταν λάθος ερώτηση. Η σωστή ερώτηση είναι αν έπρεπε να με τραβάει η Μπέλλα με αυτόν τον τρόπο και η απάντηση ήταν όχι. Γιατί δεν ήμουν άνθρωπος και αυτό δεν ήταν δίκαιο γι’ αυτήν. Κάθε χιλιοστό της ύπαρξής μου ευχόταν, να ήμουν ένας κανονικός άνθρωπος, ώστε να μπορούσα να την κρατήσω στα χέρια μου, χωρίς να ρισκάρω τη ζωή της. Να μπορούσα να αφήσω τις φαντασιώσεις μου ελεύθερες, φαντασιώσεις που δεν θα τελείωναν με το αίμα της στα χέρια μου. Με το αίμα της να λάμπει μέσα στα μάτια μου. Η θέληση μου για αυτήν ήταν αδικαιολόγητη . Τι είδους σχέση μπορούσα να της προσφέρω, όταν ρίσκαρα και μόνο με το άγγιγμά μου ; Κράτησα το κεφάλι μου με τα χέρια μου. Ήταν όλα πολύ πιο μπερδεμένα γιατί δεν είχα αισθανθεί ποτέ τόσο ανθρώπινα σε όλη μου τη ζωή –ακόμη και όταν ήμουν άνθρωπος – απ’ όσο μπορούσα να θυμηθώ. Όταν υπήρξα ανθρώπινος, σκεφτόμουν μόνο την τιμή ενός στρατιώτη. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος διεξάχθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της εφηβείας μου, και απείχα μόνο εννιά μήνες από τα δέκατα όγδοα γενέθλιά μου όταν χτύπησε η Ισπανική γρίπη… Είχα γενικές εντυπώσεις από εκείνα τα ανθρώπινα μου χρόνια, θολές αναμνήσεις, που ξεθώριαζαν περισσότερο με το πέρασμα των δεκαετιών. Η ανάμνηση της μητέρας μου ήταν η πιο καθαρή από όλες και ένιωσα έναν παλιό πόνο όταν σκέφτηκα τα πρόσωπό της. Ανακάλεσα στην μνήμη μου, το πόσο μισούσε το μέλλον προς το οποίο οδευόμουν, προσευχόταν κάθε βράδυ στο δείπνο να τελειώσει αυτός “ο απαίσιος πόλεμος”… Δεν είχα νοσταλγικές αναμνήσεις άλλου είδους. Εκτός από την αγάπη της μητέρας μου, δεν υπήρχε άλλη αγάπη που θα με έκανε να ευχόμουν να έμενα άνθρωπος… Αυτό ήταν τελείως καινούριο για μένα. Δεν είχα τίποτα για να κάνω σύγκριση. Η αγάπη που ένιωθα για την Μπέλλα ήταν αγνή, αλλά τώρα είχε σπιλωθεί. Ήθελα πάρα πολύ να είμαι σε θέση να μπορώ να την αγγίξω. Αυτή αισθανόταν το ίδιο? Δεν έχει σημασία, προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου. Κοίταξα τα λευκά χέρια μου, μισώντας την σκληρότητά τους, την ψυχρότητα τους, την απάνθρωπη δύναμή τους… Αναπήδησα όταν η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε. Χα. Σε ξάφνιασα. Για όλα υπάρχει πρώτη φορά, σκέφτηκε ο Έμετ γλιστρώντας στο κάθισμα. «Βάζω στοίχημα ότι η κυρία Γκόφ νομίζει, ότι παίρνεις ναρκωτικά, είσαι τόσο άστατος τελευταία. Πού ήσουν σήμερα;» «Έκανα… καλές πράξεις.» Ε? Γέλασα πνιχτά. «Φροντίδα αρρώστων, τέτοιου είδους πράγματα.» Αυτό τον μπέρδεψε περισσότερο, αλλά μετά εισέπνευσε και έπιασε την οσμή μέσα στο αυτοκίνητο. «Α. Το κορίτσι πάλι?» Μόρφασα. Αυτό έχει αρχίσει να γίνετε παράξενο. «Εμένα μου λες?», μουρμούρισα. Εισέπνευσε ξανά. «Χμ, όντως μυρίζει δελεαστικά, ε?» Το γρύλισμα βγήκε από τα χείλη μου, πριν προλάβει να σχηματίσει τις λέξεις, ήταν αυτόματη αντίδραση. «Ήρεμα μικρέ, απλά λέω.» Οι άλλοι έφτασαν τότε. Η Ρόζαλι πρόσεξε τη μυρωδιά αμέσως και με αγριοκοίταξε, ακόμα νευριασμένη. Αναρωτιόμουν πιο ήταν το πρόβλημά της, μα το μόνο που μπορούσα να ακούσω από αυτήν ήταν προσβολές. Ούτε του Τζάσπερ η αντίδραση μου άρεσε. Σαν τον Έμετ, πρόσεξε την ελκυστική μυρωδιά της Μπέλλα. Όχι πως η οσμή της ασκούσε σε κάποιον από αυτούς , έστω και στο ελάχιστο, την έλξης που ασκούσε σε μένα. Με αναστάτωνε το γεγονός ότι μύριζε όμορφα και σε αυτούς. Ο Τζάσπερ δεν είχε και πολύ μεγάλο αυτοέλεγχο. Η Άλις ήρθε χοροπηδώντας στην δικιά μου πλευρά του αυτοκινήτου και άπλωσε το χέρι της για τα κλειδιά του φορτηγού της Μπέλλα. «Απλά είδα τι έκανα,» είπε –αόριστα, όπως συνήθιζε. «Θα πρέπει να μου πεις το λόγο.» «Αυτό δε σημαίνει –» «Ξέρω, ξέρω. Θα περιμένω. Αλλά όχι για πολύ ακόμα.» Αναστέναξα και της έδωσα τα κλειδιά. Την ακολούθησα στο σπίτι της Μπέλλα. Η βροχή που έπεφτε χτυπούσε σαν εκατομμύρια μικροσκοπικά σφυριά, τόσο δυνατά, που μάλλον η ανθρώπινη ακοή της Μπέλλα δεν θα μπορούσε να διακρίνει τον εκκωφαντικό θόρυβο της μηχανής του φορτηγού της. Παρακολουθούσα το παράθυρό της, αλλά δεν ήρθε να κοιτάξει έξω. Ίσως δεν ήταν εκεί. Δεν υπήρχαν σκέψεις για να διαβάσω. Με λυπούσε το γεγονός ότι δε μπορούσα να ακούσω αρκετά έστω για να την τσεκάρω –να σιγουρευτώ ότι ήταν ευτυχισμένη, ή ασφαλής τουλάχιστον. Η Άλις πήδηξε στο πίσω κάθισμα και φύγαμε με ταχύτητα για το σπίτι. Οι δρόμοι ήταν άδειοι και γι’ αυτό μας πήρε μόνο λίγα λεπτά. Μπήκαμε μέσα και ο καθένας πήγε στις διάφορες ασχολίες του. Ο Έμετ και ο Τζάσπερ ήταν στη μέση μιας περίπλοκης παρτίδας στο σκάκι, χρησιμοποιούσαν οχτώ ενωμένα ταμπλό –έπιαναν όλο τον πίσω γυάλινο τοίχο –με τους δικούς τους περίπλοκους κανόνες. Δε με άφηναν να παίξω μαζί τους, μόνο η Άλις έπαιζε μαζί μου τώρα πια. Η Άλις πήγε στον υπολογιστή της στην απέναντι γωνία από αυτούς και άκουσα το μηχάνημα να ανάβει. Δούλευε πάνω σ’ ένα σχέδιο μόδας για την γκαρνταρόμπα της Ρόζαλι, αλλά αυτή δεν πήγε μαζί της σήμερα. Συνήθως στεκόταν πίσω της και την κατεύθυνε για το κόψιμο και το χρώμα, όσο το χέρι της Άλις τραβούσε γραμμές στην οθόνη αφής, (ο Καρλάιλ και εγώ είχαμε κάνει λίγες μικρές αλλαγές στο σύστημα, έτσι ώστε οι οθόνες να ανταποκρίνονται στην θερμοκρασία μας ). Αντιθέτως, σήμερα η Ρόζαλι ξάπλωσε βλοσυρή στον καναπέ, πήρε το χειριστήριο της τηλεόρασης και άρχισε να αλλάζει είκοσι κανάλια το δευτερόλεπτο στην επίπεδη οθόνη χωρίς σταματημό. Μπορούσα να ακούσω την προσπάθεια που έκανε για να αποφασίσει εάν θα πήγαινε ή όχι έξω στο γκαράζ και να ρυθμίσει ξανά την BMW της. Η Εσμέ ήταν επάνω, δουλεύοντας σε ένα καινούριο σχεδιάγραμμα για κάποιο σπίτι που έχτιζε. Η Άλις έγειρε το κεφάλι της γύρο από τον τοίχο μετά από μια στιγμή και άρχισε να λέει αθόρυβα τις επόμενες κινήσεις του Έμετ –ο Έμετ καθόταν στο πάτωμα με την πλάτη του γυρισμένη σε αυτήν –στον Τζάσπερ, που παρέμεινε ανέκφραστος καθώς έπαιρνε τον αγαπημένο του ιππότη του Έμετ. Και εγώ για πρώτη φορά μετά τόσο καιρό που αισθανόμουν ντροπή, πήγα και κάθισα στο εξαίσιο πιάνο με ουρά, που ήταν τοποθετημένο ακριβώς δίπλα στην κεντρική είσοδο. Άφησα το χέρι μου να τρέξει απαλά πάνω στο όργανο, δοκιμάζοντας τους τόνους. Επάνω, η Εσμέ σταμάτησε ότι έκανε και έκλινε το κεφάλι της στο πλάι. Άρχισα με το πρώτο κομμάτι της μελωδίας που είχα εμπνευστεί σήμερα στο αυτοκίνητο, ευχαριστημένος που ο ήχος ακουγόταν ακόμα καλύτερος από ότι τον είχα φανταστεί. Ο Έντουαρντ παίζει ξανά, σκέφτηκε η Εσμέ χαρούμενα, καθώς απλώθηκε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της. Σηκώθηκε από το γραφείο της και κινήθηκε αθόρυβα προς την κορυφή της σκάλας. Πρόσθεσα κι άλλους αρμονικούς τόνους, συνθέτοντας την κεντρική μελωδία. | |
| | | Leia the werewolf twilight 4 ever
Αριθμός μηνυμάτων : 172 Reputation : 0 Ημερομηνία εγγραφής : 14/08/2009 Ηλικία : 28 Τόπος : La-Pous
| Θέμα: Απ: 7.Μελωδία Παρ 14 Αυγ 2009 - 20:24 | |
| Η Εσμέ αναστέναξε με ευχαρίστηση, έκατσε κάτω στο πάνω σκαλί και έγειρε το κεφάλι της στην κουπαστή της σκάλας. Ένα καινούριο τραγούδι. Πάει τόσος καιρός. Τι όμορφη μελωδία. Άφησα την μουσική να πάρει καινούρια κατεύθυνση, ακολουθώντας την με μπάσο. Ο Έντουαρντ συνθέτει ξανά? Σκέφτηκε η Ρόζαλι και έσφιξε τα δόντια της με ζήλο. Εκείνη τη στιγμή έκανε ένα μικρό λάθος και μπόρεσα να διαβάσω όλες τις κρυμμένες σκέψεις της. Είδα γιατί ήταν οξύθυμη μαζί μου. Είδα γιατί το να σκοτώσει την Ιζαμπέλλα Σουάν δεν ενοχλούσε καθόλου τη συνείδησή της. Με την Ρόζαλι ήταν πάντα θέμα ματαιοδοξίας. Η μουσική σταμάτησε απότομα και γέλασα πριν προλάβω να συγκρατηθώ. Ένα ηχηρό γέλιο που διακόπηκε απότομα καθώς έκλεισα το στόμα μου με το χέρι μου. Η Ρόζαλι γύρισε και με αγριοκοίταξε, τα μάτια της άστραφταν από οργή. Ο Έμετ και ο Τζάσπερ γύρισαν να με κοίταξαν κι αυτοί, άκουσα επίσης και την σύγχυση της Εσμέ. Ήταν κάτω σε κλάσματα δευτερολέπτου μπαίνοντας ανάμεσα σε μένα και την Ρόζαλι και σταμάτησε για να κοιτάξει εμένα και την Ρόζαλι. «Μην σταματάς Έντουαρντ», με ενθάρρυνε η Εσμέ μετά από μια τεταμένη στιγμή. Άρχισα να παίζω πάλι γυρνώντας την πλάτη μου στην Ρόζαλι, καθώς προσπαθούσα σκληρά να ελέγξω το αυτάρεσκο χαμόγελο στο προσώπου μου. Σηκώθηκε όρθια και βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο, περισσότερο θυμωμένη παρά ντροπιασμένη. Σίγουρα όμως σε δύσκολη θέση. Εάν πεις τίποτα θα σε κυνηγήσω σαν σκυλί. Έπνιξα ακόμα ένα γέλιο. «Τι συμβαίνει Ρόουζ;» ρώτησε ο Έμετ. Η Ρόζαλι δεν γύρισε. Συνέχισε να περπατάει με ίσια την πλάτη της προς το γκαράζ και μετά κουλουριάστηκε μέσα στο αμάξι της λες και μπορούσε να θάψει τον εαυτό της εκεί. «Τι ήταν αυτό;» ρώτησε ο Έμετ. «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα», είπα ψέματα. Ο Έμετ μουρμούρισε ενοχλημένος. «Συνέχισε να παίζεις», με παρότρυνε η Εσμέ. Τα χέρια μου είχαν σταματήσει ξανά. Έκανα αυτό όπως μου ζήτησε και ήρθε και στάθηκε πίσω μου, βάζοντας τα χέρια της στους ώμους μου. Το τραγούδι ήταν συναρπαστικό αλλά ανολοκλήρωτο. Δοκίμαζα τον τόνο αλλά δεν μου φαινόταν σωστό κατά κάποιο τρόπο. «Είναι γοητευτικό. Έχει όνομα;» ρώτησε η Εσμέ. «Όχι ακόμα». «Υπάρχει κάποια ιστορία?» ρώτησε με ένα χαμόγελο στη φωνή της. Αυτό της έδινε μεγάλη ευχαρίστηση και αισθάνθηκα ένοχος, που είχα παραμελήσει τη μουσική μου τόσο καιρό. Ήμουν εγωιστής. «Είναι… ένα νανούρισμα, υποθέτω». Έπιασα τον σωστό τόνο τότε. Με οδήγησε εύκολα στην επόμενη κίνηση, παίρνοντας δική του ζωή. «Ένα νανούρισμα», επανάλαβε στον εαυτό της. Υπήρχε μια ιστορία στη μελωδία και μόλις το είδα αυτό, τα κομμάτια μπήκαν στη θέση τους εύκολα. Ήταν η ιστορία για ένα κορίτσι που κοιμόταν πάνω σε στενό κρεβάτι με πυκνά σκούρα μαλλιά, άγρια και σγουρά σαν φύκια απλωμένα πάνω στο μαξιλάρι… Η Άλις άφησε τον Τζάσπερ να τα βγάλει πέρα μόνος του και ήρθε και κάθισε στον πάγκο δίπλα μου. Με την κελαηδιστή, αέρινη, καμπανιστή φωνή της, σιγοτραγούδησε την μελωδία χωρίς λέξεις δυο οκτάβες πιο ψηλά. «Μου αρέσει», μουρμούρισα. «Αλλά τι λες γι’ αυτό;» Πρόσθεσα τη στροφή της αρμονικά –τα χέρια μου πετούσαν πάνω στα πλήκτρα ενώνοντας όλα τα κομμάτια μαζί –μετατρέποντας το λίγο, δίνοντάς του καινούρια κατεύθυνση. Έπιασε το κλίμα και τραγούδησε ταυτόχρονα. «Ναι. Τέλειο», είπα. Η Εσμέ μου έσφιξε τον ώμο. Μπορούσα να δω το τέλος τώρα, με τη φωνή της Άλις να το απογειώνει και να το πηγαίνει σε άλλη διάσταση. Μπορούσα να δω πως έπρεπε να τελειώσει το τραγούδι, γιατί το κοιμισμένο κορίτσι ήταν τέλειο, ακριβώς έτσι όπως ήταν και οποιαδήποτε αλλαγή θα ήταν λάθος. Το τραγούδι πλανήθηκε στον χώρο, πριν τελειώσει αργά και χαμηλά τώρα. Η φωνή της Άλις χαμήλωσε επίσης και έγινε σεμνή, σε έναν τόνο που άνηκε στην ηχώ των παλιών καθεδρικών ναών. Έπαιξα την τελευταία νότα και έσκυψα το κεφάλι μου πάνω από τα πλήκτρα. Η Εσμέ χάιδεψε τα μαλλιά μου. Όλα θα πάνε καλά Έντουαρντ. Τα πράγματα θα καταλήξουν προς το καλύτερο !Σου αξίζει ευτυχία, γιέ μου. Η μοίρα σου το χρωστάει. «Ευχαριστώ», ψιθύρισα, ευχόμενος να μπορούσα να το πιστέψω. Η αγάπη δεν έρχεται πάντα βολικά σε όλους. Γέλασα μια φορά χωρίς χιούμορ. Εσύ απ’ όλους πάνω σε αυτόν τον πλανήτη, είσαι ίσως ο καλύτερα εφοδιασμένος για να αντιμετωπίσεις οποιαδήποτε δυσκολία. Είσαι ο καλύτερος και ο πιο λαμπρός απ’ όλους μας. Αναστέναξα. Κάθε μητέρα σκέφτεται το ίδιο για το παιδί της. Η Εσμέ ήταν γεμάτη χαρά που επιτέλους κάτι είχε αγγίξει την καρδιά μου μετά από τόσο καιρό, ασχέτως αν αυτό οδευόταν σε πιθανή τραγωδία. Νόμιζε πως θα ήμουν πάντα μόνος… Θα σου ανταποδώσει την αγάπη, σκέφτηκε ξαφνικά, πιάνοντάς με απροετοίμαστο με την κατεύθυνση που είχαν πάρει οι σκέψεις της. Αν είναι έξυπνο κορίτσι. Χαμογέλασε. Αλλά δεν μπορώ να φανταστώ κανέναν που να είναι κοντά σου και να μην διαπιστώσει τι θησαυρός είσαι. «Σταμάτα μαμά, με κάνεις και κοκκινίζω», την πείραξα. Οι λέξεις της όσο απίθανες και αν ήταν μου έδωσαν θάρρος. Η Άλις γέλασε και έπαιξε διστακτικά την αρχή από το «Heart and Soul». Χαμογέλασα και το ολοκληρώσαμε μαζί, αρμονικά.. Μετά της έκανα την χάρη και έπαιξα το «Chopsticks». Χαχάνισε και αναστέναξε. «Λοιπόν, θα ήθελα να μου πεις τον λόγο που γελούσες με την Ρόουζ», είπε η Άλις. «Αλλά βλέπω πως δε θα το κάνεις». «Όχι.». Χτύπησε ελαφρά το αυτί μου με το δάχτυλό της. «Φρόνιμα Άλις», την επέπληξε η Εσμέ. «Ο Έντουαρντ απλά είναι διακριτικός.». «Μα θέλω να μάθω.» Γέλασα με τον παραπονιάρικο τόνο της. Μετά είπα. «Ορίστε, Εσμέ,» και άρχισα να παίζω το αγαπημένο της τραγούδι. Ένας φόρος τιμής στην αγάπη που παρακολουθούσα τόσα χρόνια ανάμεσα σε αυτήν και τον Καρλάιλ. «Σε ευχαριστώ χρυσέ μου». Μου έσφιξε τον ώμο ξανά. Δεν χρειαζόταν να συγκεντρωθώ για να παίξω τα γνωστά κομμάτια. Αντί γι’ αυτό σκέφτηκα την Ρόζαλι, κουλουριασμένη από την ταπείνωση μέσα στο γκαράζ και χαμογέλασα στον εαυτό μου. Μιας και είχα μόλις ανακαλύψει κι εγώ το συναίσθημα της ζήλειας μπορούσα να την συμπονέσω λίγο. Ήταν αξιολύπητο συναίσθημα. Φυσικά η δικιά της ζήλεια ήταν χίλιες φορές πιο ασήμαντη από την δικιά μου. Αναρωτήθηκα πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή της και η προσωπικότητά της, αν δεν ήταν πάντα η πιο όμορφη. Μήπως θα ήταν ένα πιο χαρούμενο άτομο αν η ομορφιά δεν υπήρξε συνέχεια το ισχυρότερο πλεονέκτημά της? Λιγότερο εγωκεντρική? Περισσότερο συμπονετική? Υπέθεσα πως ήταν ανώφελο να αναρωτιέμαι, γιατί το παρελθόν είχε περάσει και αυτή ήταν πάντα η πιο όμορφη. Ακόμη και όταν ήταν άνθρωπος, η προσοχή της ήταν στραμμένη στην ομορφιά της. Όχι ότι την ενοχλούσε. Το αντίθετο –αγαπούσε τον θαυμασμό περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Αυτό δεν άλλαξε ούτε όταν έχασε τη θνητότητά της. Δεν ήταν έκπληξη, δεδομένο ότι είχε την ανάγκη του θαυμασμού, ότι είχε προσβληθεί όταν από την αρχή δεν προσκυνούσα την ομορφιά της όπως όλα τα αρσενικά. Όχι ότι ήθελε εμένα με τέτοιον τρόπο –κάθε άλλο. Απλώς την εξόργιζε το ότι δεν την ήθελα, την πείσμωνε. Ήταν συνηθισμένη στο να την θέλουν. Ήταν διαφορετικά με τον Τζάσπερ και τον Καρλάιλ –αυτοί ήταν ήδη ερωτευμένοι. Εγώ ήμουν αδέσμευτος και παρόλα αυτά παρέμενα πεισματικά ασυγκίνητος. Νόμιζα πως τώρα πια θα το είχε ξεπεράσει. Αυτό ήταν πριν πολύ καιρό. Και το είχε ξεπεράσει… μέχρι τη μέρα βρήκα κάποια της οποίας η ομορφιά με άγγιξε, με έναν τρόπο που η δική της δεν το έκανε ποτέ. Η Ρόζαλι στηριζόταν στο να πιστεύει πως αφού δεν ένιωθα θαυμασμό για την δική της ομορφιά, τότε ασφαλώς δεν υπήρχε ομορφιά πάνω στην γη, που θα μπορούσε να με συγκινήσει. Ήταν εξοργισμένη από τη στιγμή που είχα σώσει τη ζωή της Μπέλλα, μαντεύοντας με τη γυναικεία της διαίσθηση το ασυνείδητο ενδιαφέρον μου. Η Ρόζαλι ήταν άκρως προσβεβλημένη που έβρισκα αυτό το ασήμαντο κορίτσι, περισσότερο ελκυστικό από την ίδια. Καταπίεσα ένα ακόμα γέλιο. Με ενοχλούσε ο τρόπος που αυτή έβλεπε την Μπέλλα. Η Ρόζαλι θεωρούσε πως το κορίτσι ήταν κοινό. Πώς μπορούσε να το πιστεύει αυτό; Μου ήταν ακατανόητο. Αποτέλεσμα της ζήλειας χωρίς αμφιβολία. «Α!» είπε η Άλις απότομα. «Τζάσπερ μάντεψε τι?» Είδα τι είχε μόλις δει και τα χέρια μου πάγωσαν πάνω στα πλήκτρα. «Τι Άλις;» ρώτησε ο Τζάσπερ. «Ο Πήτερ και η Σάρλοτ θα έρθουν να μας επισκεφτούν την επόμενη εβδομάδα! Θα βρίσκονται στη γειτονιά μας, δεν είναι ωραία?» «Τι συμβαίνει Έντουαρντ;» ρώτησε η Εσμέ, αισθανόμενη την ένταση στους ώμους μου. «Ο Πήτερ και η Σάρλοτ έρχονται στο Φόρκς?» Γρύλισα στην Άλις. Με κοίταξε με χαλαρό ύφος. «Ηρέμησε Έντουαρντ. Δεν είναι η πρώτη τους επίσκεψη.» Έσφιξα τα δόντια μου. Ήταν η πρώτη τους επίσκεψη από τότε που ήρθε η Μπέλλα και το γλυκό της αίμα δεν ήταν δελεαστικό μόνο σε μένα. Η Άλις συνοφρυώθηκε με την έκφρασή μου. «Δεν κυνηγάνε ποτέ εδώ πέρα. Το ξέρεις αυτό» Αλλά ο αδελφικός φίλος του Τζάσπερ και το μικρό βαμπίρ που αγαπούσε δεν ήταν σαν κι’ εμάς. Κυνηγούσαν με τον συνηθισμένο τρόπο. Δεν μπορούσα να τους εμπιστευτώ κοντά στην Μπέλλα. «Πότε?» απαίτησα να μάθω. Σούφρωσε τα χείλια της δυσαρεστημένη, αλλά μου είπε αυτό που είχα ανάγκη να μάθω. Τη Δευτέρα το πρωί. Κανείς δεν πρόκειται να πειράξει την Μπέλλα. | |
| | | Leia the werewolf twilight 4 ever
Αριθμός μηνυμάτων : 172 Reputation : 0 Ημερομηνία εγγραφής : 14/08/2009 Ηλικία : 28 Τόπος : La-Pous
| Θέμα: Απ: 7.Μελωδία Παρ 14 Αυγ 2009 - 20:26 | |
| «Όχι», συμφώνησα και μετά έφυγα από κοντά της. «Είσαι έτοιμος Έμετ?» «Νόμιζα ότι θα φεύγαμε το πρωί?» «Θα πρέπει να έχουμε επιστρέψει μέχρι τα μεσάνυχτα της Κυριακής. Υποθέτω πως εξαρτάται από σένα το πότε θες να φύγουμε.» «Καλά, εντάξει. Άσε με πρώτα να πω αντίο στη Ρόζαλι.» «Φυσικά.» Με τη διάθεση που είχε η Ρόζαλι θα ήταν σύντομο το αντίο. Πραγματικά τα έχεις χάσει Έντουαρντ, σκέφτηκε καθώς πήγαινε προς την πίσω πόρτα. «Υποθέτω πως ναι.» «Παίξε το καινούριο τραγούδι για μένα ακόμη μια φορά.» ζήτησε η Εσμέ. «Όπως θες.» συμφώνησα μολονότι ήμουν λίγο διστακτικός, δεν ήθελα να αφήσω το τραγούδι να τελειώσει –θα μου άφηνε ένα οδυνηρό κενό. Σκέφτηκα για μια στιγμή και στη συνέχεια τράβηξα από την τσέπη μου το καπάκι του αναψυκτικού της που είχα πάρει και το ακούμπησα στο άδειο αναλόγιο μουσικής. Αυτό βοήθησε λίγο –το μικρό μου αναμνηστικό του ναι που μου είχε πει. Έγνεψα στον εαυτό μου και άρχισα να παίζω. Η Εσμέ και η Άλις αντάλλαξαν βλέμματα, αλλά καμιά τους δε ρώτησε.
«Δεν σου έχει πει κανείς να μην παίζεις με το φαγητό σου?» φώναξα στον Έμετ. «Α,, γεια σου Έντουαρντ!» φώναξε κι’ αυτός, γνέφοντάς μου γελαστά. Η αρκούδα πήρε το πλεονέκτημα από την απόσπαση της προσοχής του, για να σαρώσει με το βαρύ της χέρι το πλατύ στήθος του Έμετ. Τα κοφτερά νύχια της έκαναν κομμάτια το πουκάμισό του, κάνοντας έναν ανατριχιαστικό ήχο όταν συνάντησαν το δέρμα του στερνού του. Το μούγκρισμα της ήταν διαπεραστικό. Ω διάολε, η Ρόουζ μου έδωσε αυτό το πουκάμισο! Ο Έμετ βρυχήθηκε στο εξοργισμένο ζώο. Αναστέναξα και κάθισα σε έναν βράχο εκεί κοντά. Αυτό θα έπαιρνε λίγη ώρα. Αλλά ο Έμετ είχε σχεδόν τελειώσει. Άφησε την αρκούδα να προσπαθήσει να του βγάλει το κεφάλι με ένα ακόμα ισχυρό χτύπημα του χεριού της, γέλασε καθώς της ανταπέδωσε το χτύπημα στέλνοντάς την προς τα πίσω παραπατώντας. Η αρκούδα βρυχήθηκε και ο Έμετ της το ανταπέδωσε γελώντας. Μετά όρμησε πάνω στο ζώο, που στεκόταν στα πίσω του πόδια ένα κεφάλι ψηλότερο από αυτόν και τα σώματά τους έπεσαν στο έδαφος μπερδεμένα μεταξύ τους, παίρνοντας σβάρνα και ένα γέρικο δέντρο. Ο βρυχηθμός της αρκούδας έσβησε με ένα γουργούρισμα. Μετά από λίγα λεπτά ο Έμετ ,με ένα ανάλαφρο τρέξιμο, ήρθε εκεί που τον περίμενα. Το πουκάμισό του ήταν κατεστραμμένο, σκισμένο και ματωμένο με γούνα κολλημένη σε κάποια σημεία. Τα σκούρα σγουρά μαλλιά του δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Είχε ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Αυτή ήταν δυνατή. Μπορούσα σχεδόν να το νιώσω όταν με άρπαξε.» «Είσαι τόσο παιδί Έμετ.» Κοίταξε τον ατσαλάκωτο καθαρό, άσπρο πουκάμισό μου. «Δεν κατάφερες να κυνηγήσεις εκείνο το πούμα?» «Φυσικά και κατάφερα. Απλώς εγώ δεν τρώω σαν πρωτόγονος.» Ο Έμετ γέλασε βροντερά. «Μακάρι να ήταν πιο δυνατά. Θα είχε περισσότερη πλάκα» «Κανείς δε έχει ει ότι πρέπει να παλέψεις με το φαγητό σου.» «Ναι, αλλά με ποιον άλλον να παλέψω? Εσύ και η Άλις κλέβετε, η Ρόουζ ποτέ δεν θέλει να χαλάσει τα μαλλιά της και η Εσμέ θυμώνει αν ο Τζάσπερ και εγώ πραγματικά το κάνουμε.» «Η ζωή είναι δύσκολη, έ?» Ο Έμετ χαμογέλασε μετατοπίζοντας το βάρος του λίγο, ώστε να είναι σε ετοιμότητα. «Έλα Έντουαρντ. Απλώς κλείσε το διακόπτη για ένα λεπτό και πάλεψε δίκαια.» «Δεν κλείνει,» του θύμισα. «Απορώ, τι κάνει αυτό το κορίτσι σε κρατάει απ’ έξω?» συλλογίστηκε. «Ίσως θα μπορούσε να μου δώσει μερικές συμβουλές.» Το χιούμορ μου εξαφανίστηκε. «Μείνε μακριά της», γρύλισα μέσα από τα δόντια μου. «Πολύ ευέξαπτος είσαι.» Αναστέναξα. Ο Έμετ ήρθε και κάθισε δίπλα μου στον βράχο. «Συγνώμη. Ξέρω ότι περνάς δύσκολη φάση. Αλήθεια προσπαθώ να μην είμαι τόσο αναίσθητος, αλλά από τη στιγμή που είναι στη φύση μου…» Περίμενε να γελάσω με το αστείο του και όταν δεν το έκανα, έκανε μια γκριμάτσα. Τόσο σοβαρός συνέχεια. Τι σε ενοχλεί τώρα; «Την σκέφτομαι. Για την ακρίβεια ανησυχώ.» «Για πιο πράγμα ανησυχείς? Εσύ είσαι εδώ.». Γέλασε ηχηρά. Αγνόησα το αστείο του ξανά αλλά απάντησα στην ερώτησή του. «Έχεις σκεφτεί ποτέ πόσο εύθραυστοι είναι όλοι τους? Πόσα άσχημα πράγματα μπορούν να συμβούν σε κάποιον θνητό?» «Όχι, ιδιαίτερα. Υποθέτω πως καταλαβαίνω τι εννοείς. Δεν ήμουν και δίκαιος αντίπαλος για αρκούδα εκείνη την πρώτη φορά. » «Αρκούδες,» μουρμούρισα προσθέτοντας έναν καινούριο φόβο στη λίστα. «Τέτοια είναι η τύχη της Μπέλλα. Αδέσποτη αρκούδα στην πόλη. Φυσικά θα πήγαινε κατευθείαν πάνω σε αυτήν.» Ο Έμετ γέλασε πνιχτά. «Ακούγεσαι σαν τρελός, το ξέρεις αυτό?» «Απλώς φαντάσου για ένα λεπτό Έμετ ότι η Ρόζαλι ήταν άνθρωπος. Θα μπορούσε να συναντήσει μια αρκούδα … ή να την χτυπούσε αυτοκίνητο… ή κεραυνός… ή να έπεφτε από τις σκάλες… ή να αρρώσταινε –ή κάποια σοβαρή αρρώστια!» Οι λέξεις βγήκαν από μέσα μου άγρια. Ήταν ανακουφιστικό που της άφησα να βγουν –φούντωναν μέσα μου όλο το Σαββατοκύριακο. «Φωτιές, σεισμοί και τυφώνες! Πότε ήταν η τελευταία φορά που είδες ειδήσεις? Έχεις δει τι είδους πράγματα μπορούν να τους συμβούν; Ληστείες και δολοφονίες…» Έσφιξα τα δόντια μου και εξαγριώθηκα στην ιδέα ,ότι κάποιος άλλος άνθρωπος θα μπορούσε να κάνει κακό στην Μπέλλα, τόσο πολύ που δεν μπορούσα να αναπνεύσω. «Ήρεμα! Συγκρατήσου μικρέ. Ζει στο Φόρκς, θυμάσαι? Το χειρότερο που θα πάθει είναι να βραχεί.» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Νομίζω πως είναι ασυνήθιστα άτυχη Έμετ, σοβαρά το πιστεύω. Ορίστε και το αποδεικτικό στοιχείο. Απ’ όλα τα μέρη του κόσμου που θα μπορούσε να πάει, αυτή κατέληξε εδώ, στην πόλη όπου οι βρικόλακες καταλαμβάνουν ένα αξιόλογο μερίδιο του πληθυσμού της.» «Ναι αλλά εμείς είμαστε χορτοφάγοι. Οπότε αυτό είναι καλή και όχι κακή τύχη.» «Έτσι όπως μυρίζει? Σίγουρα κακή. Και ακόμη μεγαλύτερη ατυχία για το πώς μυρίζει σε εμένα.» αγριοκοίταξα τα χέρια μου μισώντας τα ξανά. «Ναι, αλλά έχεις και τον περισσότερο αυτοέλεγχο από όλους μας μετά τον Καρλάιλ. Οπότε πάλι καλή τύχη.» «Το φορτηγό?» «Αυτό ήταν απλά ένα ατύχημα.» «Έπρεπε να το είχες δει να έρχεται κατά πάνω της Έμ, ξανά και ξανά. Στο ορκίζομαι ήταν σαν να είχε κάποιου είδους μαγνητική έλξη.» «Αλλά εσύ ήσουν εκεί. Αυτό ήταν καλή τύχη.» «Ήταν? Αυτή δεν είναι η χειρότερη τύχη που θα μπορούσε ποτέ να έχει κάποιος άνθρωπος –να έχει έναν βρικόλακα ερωτευμένο μαζί του?» Ο Έμετ το συλλογίστηκε σιωπηλά για μια στιγμή. Σχημάτισε την εικόνα του κοριτσιού στο κεφάλι του και την βρήκε αδιάφορη. Ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω την έλξη. «Λοιπόν, ούτε και εγώ μπορώ να δω τη γοητεία της Ρόζαλι,» είπα με αγένεια. «Ειλικρινά φαίνεται πως χρειάζεται περισσότερη δουλεία από οποιοδήποτε άλλο όμορφο πρόσωπο που να αξίζει.» Ο Έμετ γέλασε πνιχτά. «Υποθέτω πως δε θα μου έλεγες…» «Δεν ξέρω ποιό είναι το πρόβλημά της Έμετ», είπα ψέματα με ένα ειρωνικό χαμόγελο. Είδα την πρόθεσή του πάνω στην ώρα, ώστε να προλάβω να ετοιμαστώ. Προσπάθησε να με σπρώξει από τον βράχο, και αυτό ήταν. Ένας δυνατός ήχος ακούστηκε καθώς ο βράχος ράγισε ανάμεσά μας. «Ζαβολιάρη», μουρμούρισε. Περίμενα απ’ αυτόν να προσπαθήσει άλλη μια φορά, αλλά οι σκέψεις του πήραν διαφορετική κατεύθυνση. Σχημάτισε στο μυαλό του το πρόσωπο της Μπέλλα ακόμη μια φορά, αλλά τώρα το φαντάστηκε πιο άσπρο, με τα ματιά της να λάμπουν κόκκινα… «Όχι», είπα με πνιχτή φωνή. “Θα σου έλυνε όλες τις ανησυχίες σου για την θνησιμότητά της, έτσι δεν είναι? Και μετά δεν θα ήθελες να τη σκοτώσεις. Δεν είναι ο καλύτερος τρόπος αυτός?» «Για μένα? Ή για αυτήν?» «Για σένα», μου απάντησε άνετα. Ήθελε να προσθέσει φυσικά. Γέλασα χωρίς χιούμορ. «Λάθος απάντηση.» «Εμένα δεν με πείραξε και ιδιαίτερα,» μου θύμισε. «Την Ρόζαλι όμως την πείραξε.» Αναστέναξε. Και οι δύο ξέραμε ότι η Ρόζαλι θα έκανε τα πάντα, θα έδινε τα πάντα, αν αυτό σήμαινε ότι θα μπορούσε να ξαναγίνει άνθρωπος. Ακόμα και τον Έμετ. «Ναι, την Ρόουζ την πείραξε,» συμφώνησε ήρεμα. «Δεν μπορώ… Δεν πρέπει… Δεν πρόκειται να αφαιρέσω τη ζωή της Μπέλλα. Δε θα ένιωθες το ίδιο αν ήταν η Ρόζαλι στη θέση της?» Ο Έμετ το σκέφτηκε μια στιγμή. Στα αλήθεια… την αγαπάς; «Δεν μπορώ καν να το περιγράψω Έμετ. Εντελώς ξαφνικά αυτό το κορίτσι έγινε τα πάντα για μένα. Δεν βλέπω τι νόημα θα είχε ένας κόσμος χωρίς αυτήν.» Αλλά δε θέλεις να την αλλάξεις? Δεν θα ζήσει για πάντα Έντουαρντ. «Το ξέρω αυτό,» είπα με αναστεναγμό. Και όπως μου τόνισες, είναι κάπως εύθραυστη. «Πίστεψέ με, και αυτό το ξέρω.» Ο Έμετ δεν ήταν διακριτικό άτομο και οι σοβαρές συζητήσεις δεν ήταν το φόρτε του. Κατέβαλε προσπάθειες τώρα, θέλοντας πάρα πολύ να μην είναι προσβλητικός. Μπορείς καν να την ακουμπήσεις? Εννοώ αφού την αγαπάς… δεν θα ήθελες να την αγγίξεις…? Ο Έμετ και η Ρόζαλι μοιράζονταν μία έντονη σωματική αγάπη. Δυσκολευόταν να καταλάβει πως μπορούσε να αγαπάει κάποιος, χωρίς αυτήν την πλευρά. Αναστέναξα. «Δεν μπορώ καν να το σκέφτομαι αυτό Έμετ.» Ω! Τότε ποιες εναλλακτικές έχεις? | |
| | | Leia the werewolf twilight 4 ever
Αριθμός μηνυμάτων : 172 Reputation : 0 Ημερομηνία εγγραφής : 14/08/2009 Ηλικία : 28 Τόπος : La-Pous
| Θέμα: Απ: 7.Μελωδία Παρ 14 Αυγ 2009 - 20:29 | |
| «Δεν ξέρω,» ψιθύρισα. «Προσπαθώ να βρω έναν τρόπο… να την αφήσω. Απλώς δεν μπορώ να καταλάβω πως θα κάνω τον εαυτό μου να μείνει μακριά…» Με ένα αίσθημα βαθιάς αναγνώρισης, συνειδητοποίησα, ότι το σωστό ήταν να μείνω –τουλάχιστον για τώρα που ερχόταν ο Πήτερ και η Σάρλοτ. Θα ήταν πιο ασφαλής με εμένα εδώ, τουλάχιστον προσωρινά, απ’ ότι αν είχα ήδη φύγει. Για αυτή την φορά θα ήμουν ο προστάτης της. Η σκέψη αυτή με ανησύχησε. Επιθυμούσα να υιοθετήσω αυτόν το ρόλο, για όσο περισσότερο καιρό ήταν δυνατόν. Ο Έμετ πρόσεξε την αλλαγή στην έκφρασή μου. Τι σκέφτεσαι? «Αυτή τη στιγμή,» παραδέχτηκα συνεσταλμένα, «πεθαίνω να γυρίσω πίσω στο Φόρκς και να την ελέγξω. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω μέχρι την Κυριακή το βράδυ.» «Μάλιστα! Δεν πρόκειται να γυρίσεις σπίτι νωρίτερα. Άσε τη Ρόζαλι να ηρεμήσει λιγάκι. Σε παρακαλώ! Για χάρη μου.» «Θα προσπαθήσω να μείνω,» είπα αβέβαια. Ο Έμετ χτύπησε ελαφρά το τηλέφωνο στην τσέπη μου. «Η Άλις θα σε καλούσε αν είχαν κάποια βάση οι υστερικοί σου φόβοι. Είναι περίεργη γι’ αυτό το κορίτσι όσο και εσύ.» Μόρφασα με αυτό. «Καλά. Μα δε θα μείνω μετά την Κυριακή.» «Δεν υπάρχει λόγος να βιαστούμε να γυρίσουμε –θα έχει λιακάδα έτσι κι’ αλλιώς. Η Άλις είπε ότι θα είμαστε ελεύθεροι από το σχολείο μέχρι την Τετάρτη.» Κούνησα το κεφάλι μου σοβαρά. «Ο Πήτερ και η Σάρλοτ ξέρουν να συμπεριφέρονται…» «Αλήθεια δεν με νοιάζει Έμετ. Με την τύχη που έχει η Μπέλλα, την έχω ικανή να περιπλανηθεί μέσα στο δάσος την πιο ακατάλληλη στιγμή και-» ανατρίχιασα. «Ο Πήτερ δεν έχει πολύ αυτοέλεγχο. Θα γυρίσω την Κυριακή.» Ο Έμετ αναστέναξε. Τελείως παλαβός.
Η Μπέλλα κοιμόταν ήρεμα όταν σκαρφάλωσα στο παράθυρο του δωματίου της, νωρίς το πρωί της Δευτέρας. Είχα θυμηθεί το λάδι αυτή τη φορά και το παράθυρο κινήθηκε αθόρυβα προς τα πάνω. Μπορούσα να καταλάβω από τον τρόπο που ήταν απλωμένα τα μαλλιά της πάνω στο μαξιλάρι, ότι είχε μια λιγότερο ανήσυχη νύχτα από την περασμένη φορά που ήμουν εδώ. Είχε τα χέρια της διπλωμένα κάτω από το μάγουλό της, σαν μικρό παιδί και το στόμα της ήταν ελαφρά ανοιχτό. Μπορούσα να ακούσω την ανάσα της αργά μέσα από τα χείλια της. Ήταν απίστευτα ανακουφιστικό το γεγονός ότι βρισκόμουν εδώ όπου μπορούσα να τη δω ξανά. Συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν απόλυτα ήρεμος αν δεν ήμουν μαζί της. Τίποτα δεν ήταν σωστό όταν βρισκόμουν μακριά της. Όχι πως όλα ήταν καλά όταν ήμουν μαζί της. Αναστέναξα και παίρνοντας βαθιά ανάσα ένιωσα το πρώτο κάψιμο στο λαιμό μου. Απείχα απ’ αυτό πολύ καιρό. Το διάστημα που πέρασα χωρίς το πόνο και το πειρασμό, τα έκανα όλα πιο δυνατά τώρα. Ήταν αρκετά δύσκολο να γονατίσω δίπλα στο κρεβάτι της, ώστε να μπορέσω να διαβάσω τους τίτλους των βιβλίων της. Ήθελα να ξέρω τις ιστορίες μέσα στο κεφάλι της, αλλά περισσότερο φοβόμουν παρά τη δίψα μου, φοβόμουν πως αν άφηνα τον εαυτό μου να την πλησιάσει θα ήθελα να πάω ακόμα πιο κοντά… Τα χείλια της φαίνονταν πολύ απαλά και ζεστά. Φανταζόμουν να τα αγγίζω με τα δάχτυλά μου. Απαλά… Ακριβώς αυτού του είδους το λάθος ήθελα να αποφύγω. Τα μάτια μου έτρεχαν πάνω στο πρόσωπό της ξανά και ξανά, ψάχνοντας για αλλαγές. Οι θνητοί άλλαζαν συνέχεια –με λυπούσε η σκέψη ότι μπορούσα να χάσω κάτι… Νομίζω ότι έδειχνε… κουρασμένη. Σαν να μην είχε κοιμηθεί αρκετά το Σαββατοκύριακο. Είχε βγει? Γέλασα με πίκρα, σιωπηλά, από το πόσο πολύ με τάραξε αυτό. Και τι έγινε αν το είχε κάνει; Δεν μου άνηκε. Δεν ήταν δικιά μου. Όχι, δεν μου άνηκε –στενοχωρήθηκα ξανά. Ένα από τα χέρια της κουνήθηκε και πρόσεξα τις γρατζουνιές που εκτείνονταν από τον καρπό ως την παλάμη της. Είχε χτυπήσει? Παρόλο που ήταν φανερό ότι το τραύμα της δεν ήταν σοβαρό, ταράχτηκα. Λαμβάνοντας υπόψη το σημείο στο οποίο είχε χτυπήσει, υπέθεσα ότι θα σκόνταψε. Φαίνονταν λογική εξήγηση, όσον αφορούσε την Μπέλλα. Αισθανόμουν ανακούφιση που δεν θα χρειαζόταν να αναρωτιέμαι για όλα αυτά τα μικρά μυστήρια για πάντα. Ήμασταν φίλοι τώρα –ή τουλάχιστον προσπαθούσαμε να είμαστε. Μπορούσα να τη ρωτήσω πως τα πέρασε το Σαββατοκύριακο –για την παραλία και για οποιαδήποτε νυχτερινή δραστηριότητα την έκανε να δείχνει τόσο κουρασμένη. Μπορούσα να την ρωτήσω τι είχαν πάθει τα χέρια της. Και μπορούσα να γελάσω λίγο όταν επιβεβαίωνε τη θεωρία μου. Χαμογέλασα μαλακά καθώς αναρωτήθηκα αν είχε πέσει ή όχι μέσα στον ωκεανό. Αναρωτήθηκα αν είχε περάσει ευχάριστα. Αναρωτήθηκα αν με είχε σκεφτεί καθόλου. Εάν της είχα λείψει έστω και λίγο συγκριτικά με το πόσο είχε λείψει σε εμένα. Προσπάθησα να την φανταστώ να λιάζετε στην παραλία. Η εικόνα ήταν ελλιπής γιατί δεν είχα βρεθεί ποτέ στην Πρώτη Παραλία. Ήξερα μόνο πως φαίνονταν από εικόνες… Ένιωσα μια μικρή ανησυχία καθώς σκέφτηκα το λόγω για τον οποίο δεν είχα πάει ποτέ στην όμορφη παραλία, που απείχε από το σπίτι μου μόνο λίγα λεπτά τρεξίματος. Η Μπέλλα είχε περάσει τη μέρα της στο Λα Πους –σε ένα μέρος που εγώ απαγορευόταν από συνθήκη να πάω. Ένα μέρος που λίγοι γέροντες, θυμούνταν ακόμη τις ιστορίες για τους Κάλεν, θυμούνταν και πίστευαν. Ένα μέρος που το μυστικό μας ήταν γνωστό… Κούνησα το κεφάλι μου. Δεν ανησυχούσα γι’ αυτό. Οι Κουίλγιουτ δεσμεύονταν από την ίδια συνθήκη. Ακόμα και αν η Μπέλλα έτρεχε σε κάποιον από τους γέρους σοφούς, δεν θα μπορούσαν να της αποκαλύψουν τίποτα. Και γιατί θα έπρεπε να αναφερόταν καν αυτό το θέμα? Γιατί να ξεστόμιζε εκεί τις απορίες της η Μπέλλα? Όχι οι Κουίλγιουτ ήταν ίσως το μόνο πράγμα για το οποίο δεν θα έπρεπε να ανησυχώ. Θύμωσα με τον ήλιο που είχε αρχίσει να ανατέλλει. Μου θύμισε ότι δεν θα μπορούσα να ικανοποιήσω την περιέργεια μου για αρκετές μέρες. Γιατί διάλεξε να λάμψει τώρα? Με έναν αναστεναγμό βούτηξα έξω από το παράθυρο, πριν λάμψει αρκετά ώστε να με δει κάποιος εδώ. Σκεφτόμουν να παραμείνω μέσα στο πυκνό δάσος δίπλα στο σπίτι της και να την δω να φεύγει για το σχολείο, αλλά όταν μπήκα μέσα στα δέντρα ξαφνιάστηκα που βρήκα να παραμένει εκεί κάποιο ίχνος από τη μυρωδιά της. Το ακολούθησα γρήγορα, περίεργος και ανήσυχος καθώς έμπαινα βαθύτερα μέσα στο σκοτεινό δάσος. Τι έκανε εδώ πέρα η Μπέλλα? Τα ίχνη σταματούσαν απότομα στη μέση του πουθενά. Είχε πάει λίγα βήματα πιο πέρα, μέσα στις φτέρες όπου είχε ακουμπήσει στον κορμό ενός πεσμένου δέντρου. Ίσως να έκατσε εκεί… Έκατσα εκεί που είχε κάτσει και κοίταξα γύρω μου. Το μόνο που θα μπορούσε να δει ήταν φτέρες και δάσος. Πιθανόν είχε αρχίσει να βρέχει –η μυρωδιά της είχε ξεπλυθεί. Γιατί να έρθει να κάτσει εδώ μόνη της η Μπέλλα –και ήταν μόνη δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό –στη μέση του υγρού, μουντού δάσους; Δεν έβγαινε νόημα και αντίθετα από άλλα περίεργα πράγματα αυτό θα μπορούσα μετά βίας να το αναφέρω σε μία τυχαία κουβέντα. Λοιπόν Μπέλλα, θα της έλεγα, ακολούθησα τη μυρωδιά σου μέσα στο δάσος, ‘όταν έφυγα από το δωμάτιο σου όπου σε παρακολουθούσα να κοιμάσαι… Ναι αυτό ήταν ότι πρέπει για να σπάσει ο πάγος. Δεν θα καταλάβω ποτέ τι σκεφτόταν και ήρθε εδώ και αυτό με έκανε να τρίξω τα δόντια μου με αγανάκτηση. Ακόμη χειρότερα, αυτό δεν απείχε πολύ από το σενάριο που είχα φτιάξει για τον Έμετ –η Μπέλλα να περιπλανιέται μόνη της μέσα στο δάσος, όπου η οσμή της θα μπορούσε να προσελκύσει οποιονδήποτε… Βόγκηξα. Όχι μόνο είχε κακή τύχη, την προκαλούσε κιόλας. Καλώς, για την ώρα είχε προστάτη. Θα την πρόσεχα κρατώντας την μακριά από οποιοδήποτε κακό της τύχαινε, για όσο καιρό θα μπορούσα να το δικαιολογώ στον εαυτό μου. Ξαφνικά με έπιασα να εύχομαι ο Πήτερ και η Σάρλοτ να παρατείνουν τη διαμονή τους.. | |
| | | | 7.Μελωδία | |
|
| Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή | Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
| |
| |
| |